Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Χαλίλ Γκιμπράν, απόσπασμα

Tότε η Αλμήτρα είπε: Μίλησε μας για την Αγάπη.

Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό κι απλώθηκε βαθιά ησυχία.

Και με φωνή μεγάλη είπε:

Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μόλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.

Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.

Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.

Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,

Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.

Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.

Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.

Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.

Σε αλέθει για να σε λευκάνει.

Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.

Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.

Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.

Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,

Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.

Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται, γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.

Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: "Ο Θεός είναι στην καρδιά μου", αλλά μάλλον "Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού".

Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.

Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.

Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.

Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.

Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.

Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά

Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Galleries

Στις "Σελίδες" θα βρείτε την ομώνυμη σελίδα με διάφορες φωτογραφίες

Actors, actresses

Στις "Σελίδες" θα βρείτε την ομώνυμη σελίδα με φωτογραφίες ηθοποιών

Εξώφυλλα περιοδικών - Magazine covers

Στις "Σελίδες" θα βρείτε την ομώνυμη σελίδα με εξώφυλλα περιοδικών

Οι Αβορίγινες και η Εποχή του ονείρου


Αβοριγίνες ονομάζονταν οι υπεράκριοι, αυτοί που κατοικούσαν στα άκρα, αλλά και οι αυτόχθονες (από το Λατινικό ab origine που σημαίνει γνήσιοι, πρωταρχικοί).
Οι Αβορίγινες της Αυστραλίας, πιστεύουν ότι η δημιουργία του κόσμου ξεκίνησε από ένα "άδειο χώρο" που γέμισε με τη βοήθεια των θεών τους. Όλα αυτά έγιναν σε μια εποχή, "την εποχή του ονείρου" -Dreamtime- Ονειροχρόνος- η οποία όμως δεν έχει τελειώσει, αλλά ούτε και θα τελειώσει ποτέ αφού δεν είναι μόνο μια χρονική περίοδος αλλά και ένας χώρος, με τον οποίο μπορεί να επικοινωνήσει κανείς, είτε μέσα από τα όνειρα, είτε αφού πεθάνει και πάει εκεί.
Οι δημιουργοί θεοί εμφανίζονται ως γιγάντια ερπετά προγονικά πνεύματα ή γέροντες, που ήρθαν μέσα από τη γη και οι οποίοι αφού ταξίδεψαν παντού, δημιούργησαν στο πέρασμά τους, τον κόσμο . Καθώς κινούνταν διαμόρφωναν το ανάγλυφο της γης, τις πλαγιές, τις πεδιάδες, τα ποτάμια, τα βουνά. Κάθε φορά που ξεκουράζονταν κάπου, δημιουργούσαν άστρα ή ακόμα και λίμνες ή ποτάμια.Είναι αυτοί που διαμορφώνουν το σύμπαν αφού οι ίδιοι μετατρέπονται σε ήλιο, φεγγάρι, ή πλανήτες. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, χρειάστηκε να έρθουν σε σύγκρουση με άλλα πλάσματα, ενώ στον κατακλυσμό που ακολούθησε, το τοπίο διαμορφώθηκε και άλλαξε από μόνο του. Αρσενικοί και θηλυκοί θεοί μεταμορφώνοταν σε βράχια, βουνά, ποτάμια, πηγές. Έτσι οι θεοί θεωρούνται υπεύθυνοι για τις κλιματολογικές αλλαγές, τις εποχές των βροχών ή τη ξηρασία, τη βροντή και τον κεραυνό.
Και όταν κάποια στιγμή εμφανίστηκε κατά την «Εποχή των Ονείρων» η αιμοδιψής φυλή των Κούνγια, τα προγονικά πνεύματα τους απολίθωσαν στον Ιερό Βράχο Ουλουρού. Για την Φυλή Πιτγανδιάρα της κεντρικής Αυστραλίας αυτός ο βράχος είναι ένας Ιερός Τόπος. Η παράδοσή τους λέει ότι στον Ιερό αυτό Βράχο μπορεί να διακρίνει κανείς τα χαρακτηριστικά από τη σύγκρουση τους με τους Κούνγια, δυο χαραμάδες είναι στο ίδιο σημείο εκεί όπου ένας πολεμιστής έκοψε με το δόρυ του το πόδι ενός εχθρού. Οι σπηλιές του βράχου συμβολίζουν τα ανοικτά στόματα των πολεμιστών που πεθαίνουν φωνάζοντας και βρίζοντας. Μια μεγάλη σπηλιά είναι το στόμα μιας θρηνούσας μητέρας που είδε το παιδί της να το σκοτώνουν μπροστά της, η εκδίκησή της ήρθε χτυπώντας το φονιά του γιού της με ένα ξύλο. Το ανοιγμένο κεφάλι και η μύτη του είναι χαραγμένα για πάντα σε πέτρα, μαζί με τις τέσσερις τρύπες εκεί που κάποτε ήσαν τα μάτια του και τα ρουθούνια του.
Οι Αβορίγινες σήμερα αντιτίθενται με τις επισκέψεις τουριστών στο Βράχο Ουλουρού γιατί πιστεύουν ότι μπορεί να ξυπνήσουν τους Κούνγια και να αρχίσει μια μακάβρια περίοδος, γεμάτη ταραχές, για όλες τις φυλές.
Όσον αφορά τον άνθρωπο η επικρατέστερη εκδοχή είναι η εξής:
O θεός Baiame, αφού έφτιαξε όλα τα πράγματα στη γη, περπάτησε ανάμεσα στα ζώα και τα φυτά και έπλασε τον άντρα και τη γυναίκα για να τα κυβερνούν. Τους έπλασε από τη σκόνη των λόφων και είπε: " Αυτά τα φυτά θα τρώτε, όσα σας δείχνω αλλά όχι τα ζώα που έχω πλάσει." Κι έτσι ο Πατέρας όλων αποσύρθηκε.
Οι πρώτοι άνθρωποι γέννησαν παιδιά κι εκείνα άλλα παιδιά, κ.ο.κ. και όλοι απολάμβαναν τα αγαθά του θεού Baiame. Ο κόσμος ήταν παράδεισος. Η βροχή κι ο ήλιος έδιναν ζωή στα φυτά, που αποτελούσαν την ανθρώπινη τροφή. Όλα ήταν όμορφα ώσπου κάποτε έπεσε ξηρασία. Τα φυτά μαραίνονταν, καρποί δεν υπήρχαν, οι άνθρωποι πεινούσαν και δεν είχαν τίποτα να φάνε.
Στην απελπισία του, ένας άντρας σκότωσε κάποια από τα ζώα, που ο θεός είχε απαγορεύσει να τρώγονται και τα έφαγε με τη γυναίκα του. Πρόσφεραν σε κάποιο φίλο τους που υπέφερε από την πείνα, αλλά εκείνος, θυμούμενος τις εντολές του θεού, αρνήθηκε να φάει. Όταν κάποια στιγμή τον αναζήτησαν, τον βρήκαν ετοιμοθάνατο κάτω από ένα μαστιχόδεντρο, ενώ ξαφνικά μια μαύρη φιγούρα, μισός άνθρωπος -μισός τέρας, εμφανίστηκε, πήρε μαζί τον άρρωστο κι εξαφανίστηκαν.
Την ίδια στιγμή το δέντρο ξεκόλλησε από το χώμα και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι. Για πρώτη φορά ο θάνατος, ο Yowee, πρόσβαλλε τους ανθρώπους. Τώρα όλοι θρηνούσαν. Αλλά μέσα σ' αυτήν τη θλίψη μια ελπίδα πρόβαλε μέσα από το φωτεινό μονοπάτι που άφησε το μαστιχόδεντρο: η ελπίδα ότι μέσα από το θάνατο ξεκινά καινούργια ζωή.Η πίστη τους όμως δεν βάζει τα ανθρώπινα όντα ξεχωριστά ή σε υψηλότερο επίπεδο από τη φύση. Θεωρείται ότι το πνεύμα του νεκρού καλείται να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και να επιστρέψει στον τόπο προέλευσής του, όσο πιο γρήγορα και ανώδυνα γίνεται. Εκεί θα παραμείνει ώσπου να ενσαρκωθεί ξανά σε νέο σώμα.Οι Αβορίγινες πιστεύουν ότι μερικοί από τους προγόνους τους μεταμορφώθηκαν σε φύση , πέτρες, ποταμοί, βράχια και παραμένουν πνευματικά ζωντανοί για πάντα.
Ο κάθε Αβοριγίνος πιστεύει ότι έχει ένα προσωπικό πνεύμα το οποίο ταξιδεύει ενώ αυτός κοιμάται, και επισκέπτεται τους συγγενείς του και τους τόπους διαμονής τους. Η «Εποχή των Ονείρων» δεν τελείωσε, αλλά συνεχίζεται μέσω των Ιερών Χορών (Κορρόμπορι) και των τελετών.
Στις τελετές τραγουδούν και χορεύουν με τη συνοδείa του didjeridoo. To didgeridoo είναι μιά μακριά ξύλινη φλογέρα (από 1 έως 1,6 μέτρα) που έφτιαχναν από έναν κορμό ή ένα μεγάλο κλαδί ευκαλύπτου που το είχαν προηγούμενα σκάψει και αδειάσει οι τερμίτες. Γι’αυτό και δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα και ο ήχος του που είναι ένας χαμηλός παλλόμενος ήχος, ποικίλει ανάλογα με τις ιδιοτροπίες του δέντρου απ’το οποίο γεννήθηκε. Με τις μπάσες νότες του και τους περίπλοκους ρυθμούς του προσπαθούσαν να αναπαράγουν τους ήχους της φύσης και να έρθουν σε επαφή με τους θεούς. Το χρησιμοποιούν σε επίσημες γιορτές αλλά και στις καθημερινές, στα ηλιοβασιλέματα, στις κηδείες... Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως είναι το αρχαιότερο όργανο του κόσμου.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Πάολο Κοέλο....



"Η πιο σκοτεινή ώρα είναι αυτή που έρχεται λίγο πριν το χάραμα."
"Θάρρος είναι ο φόβος που προσεύχεται."
"Όταν θέλουμε κάτι, ολόκληρο το Σύμπαν συνωμοτεί για να μας επιτρέψει να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα."
"Στη ζωή, τα πάντα είναι κάποιο σημάδι."
"Ο Θεός μπορεί τα πάντα. Αν περιοριζόταν στο να κάνει μόνο εκείνο που ονομάζουμε Καλό, δε θα μπορούσαμε να τον λέμε Παντοδύναμο."
"Δεν έχει σημασία το πόσα χρόνια κουβαλάμε πάνω μας. Όταν πέσει η νύχτα, φέρνει μαζί της φόβους που είναι κρυμμένοι στην ψυχή μας από τότε που ήμασταν παιδιά."
"Πέρα από κάποιες σοβαρές παθολογικές περιπτώσεις, οι άνθρωποι τρελαίνονται όταν προσπαθούν να ξεφύγουν από τη ρουτίνα."
"Εφόσον το έχουμε λύσει, ένα πρόβλημα μας φαίνεται πια τρομαχτικά απλό."
"Η ευτυχία είναι κάτι το οποίο όταν διαιρείται πολλαπλασιάζεται."
"Τρέλα είναι η αδυναμία μας να μεταδώσουμε στους άλλους τις ιδέες μας."
"Είμαστε η μεγαλύτερή μας έκπληξη."
"Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να προδώσει τη μοίρα του."
"Το μέλλον φτιάχτηκε για να αλλάξει."

Πώς πέθαναν.............


ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ο θρύλος ισχυρίζεται ότι ένας αετός πέρασε τη φαλάκρα του ποιητή για βράχο, και άφησε να πέσει πάνω στη φαλάκρα του μια χελώνα (έτσι σκοτώνει τις χελώνες ο αετός και μετά τις τρώει). Ο θρύλος προσθέτει ότι κάποιος χρησμός του είχε προειπεί: "Ουράνιον σε βέλος κατακτενεί". Αυτήν την εκδοχή πολλοί δεν την παραδέχονται.

ΑΙΣΩΠΟΣ: Τον Αίσωπο τον έστειλε ο βασιλιάς Κροίσος για να πάρει κάποιον χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Συκοφαντήθηκε όμως από τους παρευρισκόμενους στο μαντείο, ότι έκλεψε την ασημένια φιάλη του Θεού Απόλλωνα. Έτσι καταδικάστηκε να γκρεμιστεί από τους κατοίκους από την κορυφή του Παρνασσού Υάμπεια, πράγμα που έγινε.

ΑΝΑΚΡΕΩΝ: Λέγεται, λοιπόν ότι ο Ανακρέων σκοτώθηκε από τον Ίππαρχο στην Αθήνα. Εμείς γνωρίζουμε ότι τον Ίππαρχο τον είχε σκοτώσει πριν από αυτή τη διάδοση ο Αρμόδιος. Άλλος θρύλος για το θάνατο του Ανακρέοντα λέει πως πνίγηκε από μια ρώγα σταφυλιού.

ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ: Φονεύθηκε κατά την άλωση των Συρακουσών από αγροίκο και βάρβαρο στρατιώτη, τον οποίο θέλησε να διώξει από το εργαστήριο του για να μην του διακόψει τις σκέψεις του, λέγοντας το γνωστότατο από τότε: "Μη μου τους κύκλους τάραττε".

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ: Καταδικάστηκε με απαίτηση με απαίτηση του Αντίπατρου σε θάνατο και κατάφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία, ήπιε δηλητήριο και πέθανε.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: Πέθανε ξαφνικά στην Αρεθούσα, πολύ κοντά στην Αμφίπολη, κατασπαραγμένος από άγριους σκύλους του βασιλιά Αρχέλαου του οποίου ήταν φιλοξενούμενος.

ΖΗΝΩΝ: Υποβλήθηκε σε μαρτυρικό θάνατο από άγριο κοπάνισμα μέσα σε μεγάλο γουδί, ύστερα από διαταγή του τυράννου Ελέας Νέαρχου!

ΗΣΙΟΔΟΣ: Πήγε στη Λοκρίδα και έμεινε στο σπίτι κάποιου Μιλήσιου. Εκεί φονεύθηκε από τους γιους του Μιλήσιου, οι οποίοι νόμιζαν ότι ατίμασε την αδερφή τους και το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ: Δολοφονήθηκε, διότι στρατηγεύοντας στην εκστρατεία της Αμφίπολης δεν μπόρεσε να σώσει την πόλη από τους Σπαρτιάτες και το στρατηγό τους Βρασίδα.

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ: Αυτοκτόνησε με θάνατο από ασιτία, μετά την ήττα των Αθηναίων στη Χαιρώνα.

ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ: (Κορίνθιος) Παρανοϊκή μορφή φιλοσόφου, θέλοντας να εξαφανίσει, σε μεγάλη ηλικία, κάθε ίχνος του, διέταξε δυο έμπιστους σωματοφύλακες να παραφυλάξουν τη νύχτα ένα ορισμένο σημείο και να σκοτώσουν τον πρώτο διαβάτη που θα περνούσε από εκεί και αμέσως να τον θάψουν. Την ίδια εντολή είχε δώσει σε άλλους τέσσερις, να σκοτώσουν σε μικρή απόσταση τους δύο πρώτους, και σε άλλους οκτώ να σκοτώσουν σε μεγαλύτερη απόσταση τους τέσσερις προηγούμενους! Η διαταγή εξετελέσθη και έτσι έμεινε άγνωστος ο τάφος του Περίανδρου, διότι ο διαβάτης που πέρασε από εκεί μεταμφιεσμένο σε χωρικό ήταν ο ίδιος ο Περίανδρος!

ΠΟΛΥΒΙΟΣ: Πέφτοντας από το άλογό του με πολλά τραύματα άφησε την τελευταία του πνοή.

ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ: Κάηκε μέσα στο σπίτι του από τη φωτιά που έβαλε ο Κύλων με μια ομάδα επαναστατών.

ΣΑΠΦΩ: Γκρεμίστηκε από ένα βράχο στο ακρωτήριο Λευκάτα (στη Λευκάδα), ύστερα από ερωτική απογοήτευση που δοκίμασε τον ωραίο αλλά ακατάδεχτο ναυτικό Φάωνα.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ: Πνίγηκε καταπίνοντας μια ρώγα σταφυλιού.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Καταδικάστηκε από το Αθηναϊκό δικαστήριο σε θάνατο με κώνειο.

Ηλίας Βενέζης, Αντιγόνη


Έβρεχε σιγανά. Οι δυο γυναίκες, η μητέρα της Καστοριάς και η αδερφή της Θήβας, κάθονταν εκεί κάτω από το δέντρο, λίγο πέρα απ’ τον κρεμασμένο. Άκουγαν τη βροχή στα φύλλα.

― Πόσες μέρες είπες είναι;

― Σήμερα είναι τέσσερες. Πόσο θα τον αφήσουν ακόμα;

Κάθε πρωί, λέει, έρχεται ένας Γερμανός στρατιώτης να βεβαιωθεί πως κανένας δεν άγγιξε τον κρεμασμένο, πως είναι εκεί. Και κάθε βράδυ. Στερεότυπα. Έρχεται, κοιτάζει, φεύγει. Χτες ήταν η πρώτη μέρα που τα κοράκια έκαμαν να κατεβούν στον κρεμασμένο. Γι’ αυτό η αδερφή τόλμησε να πλησιάσει το γερμανό το βράδυ, σαν ήρθε.

«Πότε;» του είπε κι έκλαιγε. «Πότε θα μας τον δώσετε να τον θάψουμε;»

Ο γερμανός δεν καταλάβαινε. Εκείνη του έκανε χειρονομίες, μια τα χέρια πήγαιναν στο κρεμασμένο σώμα, μια στο λάκκο του μικρού αδερφού.

Ο γερμανός σήκωσε τους ώμους «Δεν ξέρω!» είπε αδιάφορα κ’ έφυγε.

Βρέχει σιγανά. Ο λάκκος του μικρού αδερφού είναι μισόγεμος. Όταν το σώμα του εναποτέθηκε μέσα του, έπεσε πάνω του ένα ελαφρό στρώμα γη, πέντε-δέκα δάχτυλα. Δεν αφήσαν το μεγάλο αδερφό να ρίξει πιο πολύ. Ανυπομονούσαν. Έτσι ο λάκκος μένει, περιμένοντας το δεύτερο σώμα. Έπειτα πάλι γη. Έτσι: ένα σώμα, ένα γη· ένα σώμα, ένα γη.

Βρέχει. Η γη του λάκκου πήρε, πήρε νερό, πότισε το σώμα από κάτω, τώρα στέλνει πίσω το νερό. Το νερό κάνει μικρές-μικρές λακκούβες.

Πόση ώρα πέρασε; Σα να ’ναι αιώνας. Η γυναίκα της Καστοριάς αισθάνεται την κούραση να περνά στα μέλη της, στο αίμα, στα νεύρα. Σφάλιξε τα μάτια. Όλα σα να γίνονταν μακρινά, απίθανα.

«Πού είμαι;» μουρμουρίζει μέσα της. «Πώς βρίσκομαι εγώ πλάι σ’ ένα κρεμασμένο; Χτες ήταν ένας τρελός κι ένα λιοντάρι. Σήμερα είναι ένας κρεμασμένος. Τι γυρεύω εγώ;…».

Τίναξε απότομα το κεφάλι της, να διώξει την εγκατάλειψη.

― Τα παιδιά μου! είπε. Πρέπει να γυρίσω στα παιδιά μου.

― Ναι, πρέπει να γυρίσεις, το καταλαβαίνω. Τι ώρα να ’ναι;

― Μα το μεσημέρι θα πέρασε. Μπορεί να γύρισε ο οδηγός. Μπορεί να φύγουμε.

― Ναι, πρέπει να γυρίσεις. Εγώ θα μείνω ακόμα.

Θα μείνει ακόμα;

― Πού θα μείνεις; της λέει. Είναι έρημα. Είναι άγρια.

Την ίδια στιγμή ακούστηκαν τα φτερά. Έρχονταν.

― Κοίταξε! είπε η αδερφή της Θήβας ανατριχιάζοντας, κι έπιασε με δύναμη το μπράτσο της άλλης γυναίκας. Κοίταξε εκεί! Να τα πάλι! Ήρθαν!

Ήταν δυο κοράκια. Κάθισαν στο ψηλό κλαδί του πεύκου, σα να θέλαν να βιγλίσουν τι γίνεται, να μυριστούν. Ταπ τα φτερά, πήδησαν στο χαμηλότερο κλαδί. Δειλά. Δισταχτικά. Ταπ. Το κρεμασμένο σώμα τα έσερνε, τα καλούσε.

Η αδελφή της Θήβας σκύβει, παίρνει πέτρα, τη ρίχνει στο πεύκο.

«Ξ-ξ-ξ-ξ!» φώναζε κι έκλαιγε. «Είδες; Είδες γυναίκα; Ξ-ξ-ξ-ξ!» ― και κουνούσε τα χέρια της να διώξει τα κοράκια να φύγουν.

Φύγαν. Πάλι η σιγανή βροχή.

― Εγώ θα πηγαίνω, λέει πάλι η γυναίκα της Καστοριάς. Σ’ αφήνω.

― Στο καλό. Εγώ θα μείνω. Ίσαμε που να ’ρθει η νύχτα.

Η Καστοριανή τώρα έτρεχε να φτάσει στο φορτηγό. Ξαφνικά της πέρασε η ιδέα πως το φορτηγό μπορούσε να είχε φύγει. Να την γυρέψαν μάταια, να μην τη βρίσκαν, και να φύγαν.

― Παναγία μου! Τι έκαμα κι απολησμονήθηκα; έλεγε κ’ έτρεχε.

Το φορτηγό ήταν πάντα εκεί, στη θέση του. Ο οδηγός ακόμα δεν είχε γυρίσει. Όλοι ήταν ζαρωμένοι μες στο φορτηγό, γιατί όξω έβρεχε. Τα παιδιά της χύμηξαν απάνω της.

― Τι έγινες και μας άφησες; Τι έγινες και μας άφησες; κλαίγαν και τη φιλούσαν.

― Μωρά μου, τι έγινα!... Σωπάστε. Είχα αποξεχαστεί. Σωπάστε.

― Μπας κι έφερες τίποτα; Δε βαστώ πια, είπε το μεγάλο και κοίταζε τα χέρια της.

― Μωρό μου, κάμε κουράγιο να ’ρθει η νύχτα. Τότες θα ’χουμε φτάσει σε πολιτεία. Θα μας δώσουν να φάμε.

Κανείς άλλος δε μιλούσε στο φορτηγό. Η γυναίκα της Θράκης είχε κουκουλώσει τα δυο παιδιά της, που ακουμπούσαν το κεφάλι στα γόνατά της. Αυτά είχαν ησυχάσει, τα είχε πάρει ο ύπνος. Απάνω τους αγρυπνούσαν τα μάτια της μάνας τους. Θολά, μεγάλα. Και η γριά της Θράκης σώπαινε. Κι αυτή με κλειστά μάτια. Δεν ήξερες αν κοιμόταν.

― Ο έμπορος;… Τι έγινε ο έμπορος; ρώτησε η Καστοριανή.

― Είπε πως μούδιασε. Είπε πως θα πάρει το δρόμο της Θήβας με τα ποδάρια. Θα μας περιμένει εκεί.

― Κι αν μας τύχει τώρα τίποτα; σκέφτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Γυναίκες καταμόναχες καθώς είμαστε…

― Τι να μας τύχει; γρύλισε βραχνά η γριά ανοίγοντας τα μάτια. Τι άλλο φοβάσαι εσύ να σου τύχει;

― Όχι για μένα. Λέω για τούτα, κι έδειξε τα παιδιά.

― Κι αυτά τι; Τι άλλο από πείνα έχουνε να φοβηθούνε; Την έχουν.

― Έτσι το ’πα.

Η ώρα περνά. Όξω η βροχή. Σιγά. Σιγά. Η νάρκη.

― Είναι ένας κρεμασμένος όξω, λέει η Καστοριανή, σα να πρέπει να ξομολογηθεί.

― Τι είναι είπες; τα παιδιά της τινάχτηκαν απ’ την ακαταμάχητη λέξη. Είπες είναι ένας κρεμασμένος; Είναι, αλήθεια, ένας κρεμασμένος;

― Πού είναι ο κρεμασμένος; ρώτησε ξαφνιασμένη κι η γυναίκα της Θράκης. Αλήθεια είναι κρεμασμένος;

― Πού είναι; Πού είναι; φώναζαν τώρα τα παιδιά και ξεσηκώθηκαν, ανυπόμονα να παν.

― Έτσι το ’πα, είπε μετανιωμένη η Καστοριανή. Έτσι το ’πα. Δεν είναι τίποτα.

― Ά!

Λίγη αναταραχή είχε γίνει. Πάλι έπεσε.

― Πότε θα γυρίσει ο οδηγός; Πότε θα γυρίσει να φύγουμε;

― Κι αν δε γυρίσει; Κι αν έρθει η νύχτα και δεν τα καταφέρει να σιάξει τη μηχανή και να γυρίσει;

― Όπως και να ’ναι θα γυρίσει.

Η σιγανή βροχή, το κρύο, η νάρκη. Ο ήλιος ολοένα θα χαμηλώνει πίσω από τα σύννεφα. Φαίνεται απ’ το φως της μέρας που σκουραίνει. Η ησυχία, η νάρκη. Τα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν, που κατεβαίνουν το δρόμο, βρεμένα, κατάκλειστα, δε δίνουν καμιά αίσθηση ζωής· φεύγουν σαν φαντάσματα να χωθούν στο πούσι. Η νάρκη. Η γυναίκα της Καστοριάς θα ήθελε να κλείσει τα μάτια της, όλα να σβήσουν, όλα να είναι όνειρο. Ένα κατακόρυφο σχήμα κάτω από κλαδί πεύκου πίνει νερό απ’ τα φύλλα του πεύκου. Κι αυτό θα ’ναι όνειρο.

Ξαφνικά, ενώ τα χέρια της βάραιναν, το είδε. Πέρασε απ’ την πίσω μεριά του αυτοκινήτου, απ’ την ανοιχτή του μπούκα. Γράφτηκε μια στιγμή στον θολό αγέρα: ένα μαύρο πουλί. Πέρασε.

― Θε μου! είπε και τινάχτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Θα τραβά για κει.

― Τι είπες; λέει η γριά.

Η άλλη την κοίταξε επίμονα, ανάλγητα.

― Θα παραλογάς εσύ λέω! Δεν κατακάθεσαι πια; Δεν κατακάθεσαι;

Το κατακόρυφο σχήμα· το μαύρο πουλί· η μικρή αδερφή της Θήβας.

Η γυναίκα της Καστοριάς σηκώνεται.

― Θέλω να ξεμουδιάσω λίγο. Πάλι θα βγω λίγο.

― Πού θα πας; Πού θα πας; λένε τα παιδιά της. Να ’ρθουμε κι εμείς;

― Δεν βλέπετε; Βρέχει. Καθίστε εδώ. Μπορεί να σας φέρω τίποτα.

Κατεβαίνει. Στην αρχή περπατά με προφύλαξη, να μην τσαλαβουτά στους λάκκους με το νερό. Ύστερα τα βήματά της ανοίγουν ολοένα. Σε λίγο τρέχει σα να την κυνηγούν. Τρέχει. Στρίβει το δρόμο. Το πεύκο είναι εκεί, λίγο θολό μες στη βροχή. Τρέχει.

― Αχ!

Έπεσε πάνω στην αδερφή της Θήβας στενάζοντας με ανακούφιση. Έκλαιγε.

― Τι είναι; Λέει η κόρη.

― Τίποτα. Έλεγα πως δε θα ’σουν, πως κάτι θα σού ‘τυχε.

Τι να της τύχει; Έμενε πάντα εκεί. Κοντά στο μισόγεμο λάκκο του μικρού αδερφού, κοντά στο πεύκο του μεγάλου.

― Μπας κι ήρθε; Το είδα που πέρασε. Το κοράκι.

― Ήρθαν πάλι. Δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά. Πάλι τα ’διωξα.

Τώρα πια η μικρή αδερφή δεν κλαίει. Φαίνεται κουράστηκε. Τα μάτια της είναι κόκκινα· μόνο που κάθε τόσο σκοτεινιάζουν, σα να δουλεύει πίσω τους η απόφαση. Σιγά. Σιγά.

Μουρμουρίζει. Μόλις ακούγεται.

― Λέω τη νύχτα… Τώρα που μάθανε… Τώρα αρχίζω να φοβάμαι τη νύχτα.

― Τι είναι τη νύχτα;

― Λέω μπας κι έρθουν τη νύχτα. Πετούν τα κοράκια τη νύχτα; Δεν ξέρω. Πάλι.

― Λες να πετούν τη νύχτα;

― Μπορεί.

Πάλι το σκοτεινό φως περνά απ’ τα μάτια σαν αστραπή. Η αδερφή της Θήβας δεν είναι πια η ίδια γυναίκα, αυτή που έκλαιγε, που μοιρολογούσε. Το πρόσωπό της έχει γίνει τραχύ, όσο πάει γίνεται πιο πολύ. Γυρίζει αργά τα μάτια δεξιά, ζερβά, σα να θέλει να μυρίσει τον αγέρα, ν’ ανιχνέψει τον κίνδυνο. Ησυχία. Ακόμα και τ’ αυτοκίνητα που περνάνε λίγο πέρα από κει, στο δρόμο, σα να ‘ναι φαντάσματα θολά. Διαβαίνουν, φεύγουν.

― Θ’ ανεβώ στο πεύκο, λέει σιγά.

Βγάζει το μαχαίρι απ’ τον κόρφο της. Αργά. Τα μάτια της δεν ξεκολνούν τώρα απ’ το σκοινί, απ’ το κεφάλι του κρεμασμένου.

― Τι είναι να κάμεις; Ρωτά η Καστοριανή.

Λέει ήσυχα:

― Θα τον θάψω.

― Κακόμοιρη! Τί μελετάς; λέει τρομαγμένη η άλλη, απροετοίμαστη ακόμα να το δεχτεί. Κι αν σε πιάσουν; Θα σβήσει πια μ’ εσένα ολάκερο το σπιτικό σας! Κακόμοιρη, τί μελετάς;

Η άλλη κάνει μια κίνηση με το χέρι:

― Μη με βαστάς. Το πήρα απόφαση.

Προχωρεί σιγά, χωρίς προφύλαξη, χωρίς ταραχή πια στο πρόσωπο, στα βήματα. Γαλήνη που είναι τώρα σ’ αυτό το πρόσωπο το στεφανωμένο με καστανά μαλλιά.

― Τί πας να κάμεις; Τί πας να κάμεις;!

Η κόρη προχωρεί πάντα στο κορμό του πεύκου. Η άλλη, σα μαγνητισμένη, βλέπει τα βήματα που πορεύονται. Τα βήματα φωνάζουν. Διστάζει. Τα βήματα φωνάζουν. Αρχίζει να τ’ ακολουθά. Όμως αυτή, η Καστοριανή, τρέμει. Το νιώθει στα γόνατά της, στα χέρια, στην καρδιά. Κοιτά καταφοβισμένη γύρω της. Ωστόσο ακολουθά σαν υπνωτισμένη.

― Τί πας να κάμεις; Τί πας;…

Η αδερφή της Θήβας έφτασε στο πεύκο. Τα χέρια της δεν είναι λεύτερα, κρατούν το μαχαίρι. Βάζει το μαχαίρι στα δόντια της, το δαγκάνει. Τώρα τα χέρια της είναι λεύτερα. Αγκαλιάζουν το δέντρο. Αρχίζει να σκαρφαλώνει. Το δέντρο είναι υγρό, τα χέρια γλιστρούν. Ξαναρχίζει. Τώρα δεν υπάρχει ο κρεμασμένος, δεν είναι εκεί πλάι. Τώρα όλα είναι πυκνωμένα στον κορμό, δεν υπάρχει παρά ένας κορμός κ’ ένα κλαδί ψηλά. Ίσα! Ίσα! Τα χέρια, τέλος, φτάνουν στο σταυρό του δέντρου, εκεί που αρχίζουν τα κλαδιά. Τον κρατούν γερά το σώμα ανεβαίνει. Τώρα βιάζεται. Ακουμπώντας τα χέρια στα κλαδιά σκύβει, σέρνεται, γλιστρά. Λίγο ακόμα! Λίγο!

― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει σιγανά η Καστοριανή από κάτω, ολοένα κοιτάζοντας δεξιά-ζερβά.

Τα χέρια, ψηλά, πιάνουν το σκοινί. Τα χέρια παίρνουν το μαχαίρι από τα δόντια. Η γυναίκα από κάτω βλέπει το μαχαίρι ν’ αρχίζει το έργο του στο σκοινί, ακούει τον ήχο του. Σε λίγο το κρεμασμένο σώμα, ελεύθερο, θα πέσει. Θα πέσει. Ασυναίσθητα η Καστοριανή ανοίγει τα χέρια της, αγκαλιάζει τα πόδια του κρεμασμένου να τον στηρίξει. Ρίγος την περνά βίαια καθώς αγκαλιάζει αυτό το γλιστερό, υγρό πράμα. Όπου, χραπ, , αυτό γλιστρά μες τα χέρια της, λευτερωμένο από το δέντρο, χαμηλώνει, αγγίζει με τα πόδια τη γη. Τα στήθια της τώρα ακουμπούν στα στήθια του. Είναι άγριο. Δεν τολμά να το κοιτάξει στο πρόσωπο. Τα μάτια της είναι στη γη.

― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει, ενώ ολοένα σφίγγει απάνω της να το στηρίξει, να μην της φύγει το κατακόρυφο νεκρό σώμα. Γλήγορα!

Η άλλη σέρνεται νευρικά στο δέντρο για να κατέβει. Βιαστικά αγκαλιάζει τον κορμό.

― Γλήγορα! Γλήγορα!

Τέλος η αδελφή της Θήβας πατά πάλι τη γη! Πιάνει το σώμα του νεκρού απ’ το κεφάλι. Η άλλη απ’ τα πόδια.

― Στο λάκκο! Γλήγορα!

Προχωρούν. Το σκοινί, ξεκινώντας απ’ τη θελιά του λαιμού, σέρνεται στη γη, σα να συνοδεύει το σώμα. Η βροχή έχει σταματήσει. Ο μισόγεμος λάκκος έχει λίγο θολό νερό. Κάτω απ’ το θολό νερό είναι θαμμένος ο μικρός αδερφός. Οι γυναίκες αποθέτουν τώρα στο λάκκο, πάνω απ’ τον μικρό αδερφό, τον άλλο, τον κρεμασμένο. Έκαμε πλαφ. Τα μάτια των γυναικών τεζαρισμένα άγρια. Η γυναίκα της Καστοριάς τότε μόνο βλέπει το πρόσωπο του νεκρού, που κοιτάζει τον ουρανό. Είναι μελαψό, απαίσιο.

― Γιε μου…, ψιθυρίζει

― Ρίχνε! Ρίχνε! φωνάζει η αδερφή σπρώχνοντας με τις χούφτες της το χώμα το στοιβαγμένο πλάι στο λάκκο.

Αρχίζει κι η άλλη να ρίχνει χώμα. Ήταν μαλακό, δεν αντιστεκόταν. Ρίχνουν πρώτα στα πόδια, στον κορμό. Το πρόσωπο μένει ακόμα άγγιχτο.

― Να βγάλω αυτό…, λέει η γυναίκα της Καστοριάς.

Το είχαν ξεχάσει. Ανασηκώνει το κεφάλι, βγάζει τη θελιά απ’ το λαιμό. Το σκοινί είναι σαν ζωντανό βρεμένο πράμα, σιχαμερό. Το πετά πλάι. Βγάζει και την ταμπέλα με τα γράμματα απ’ το στήθος του. Η αδερφή της Θήβας βλέπει για τελευταία φορά το πρόσωπο. Τα μουσκεμένα μαλλιά πέφτουν στο μέτωπο, σκεπάζουν τα μάτια. Με τα λασπωμένα της δάχτυλα στρώνει τα μαλλιά, λευτερώνει τα μάτια. Τα δάχτυλα μένουν. Λίγο λάσπωσε το μέτωπο. Τα δάχτυλα το καθαρίζουν το χαϊδεύουν, μια. Ακόμα μια. Ύστερα αργά το σκεπάζουν με το χώμα.

Σηκώθηκαν όρθιες. Ο ιδρώτας έτρεχε απ’ τα αγριεμένα πρόσωπά τους. Ανάσαιναν βαθιά. Άξαφνα ακούστηκε, μες στη θολούρα, σκληρός, επίμονος κρότος. Ολοένα πλησίαζε.

― Αυτό είναι, λέει η κόρη της Θήβας. Έλα! Έρχεται ο γερμανός.

Η μοτοσυκλέτα ακουγόταν καθαρά, πλησίαζε. Άρπαξαν η μια την άλλη απ’ το χέρι, χύμηξαν απ’ την αντίθετη διεύθυνση προς το μέρος του φορτηγού. Έμεινε στο χώρο του πεύκου, έρημο, πάνω στον τάφο, το μαχαίρι που έκοψε το σκοινί. Γυάλιζε. Και το πεύκο κουνούσε τα φύλλα.

Πρόφτασαν να κρυφτούνε πίσω από ένα βράχο. Είδαν το γερμανό να κατεβαίνει απ’ τη μοτοσικλέτα, να προχωρεί στο πεύκο, ξαφνιασμένος να κοιτάζει: το πεύκο, τον τόπο γύρω. Είδε το κομμάτι του σκοινιού που είχε μείνει στο πεύκο να κρέμεται, Ύστερα είδε το λάκκο. Πλησίασε. Είδε το μαχαίρι, τη θελιά του σκοινιού, την ταμπέλα, αφημένα εκεί, όξω απ’ το λάκκο. Πήρε το μαχαίρι, ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα, έφυγε βιαστικά να πάει να δώσει το μαντάτο.

― Πάει να το πει! Ας φύγουμε! Ας φύγουμε γλήγορα από δω!

― Πού να πάμε; Πού λες να πάμε;

― Έλα στο φορτηγό μας! Έλα κι εσύ!

Φτάσαν λαχανιασμένες, αλλοσούσουμες στο φορτηγό. Τα παιδιά φώναζαν.

― Τι είναι; Γιατί είσαι έτσι; ρωτούσε η γυναίκα της Θράκης την Καστοριανή. Τι έπαθες;

― Τίποτα! Τίποτα!

― Ποια είν’ αυτή;

― Τίποτα. Είναι μια κοπέλα απ’ τα μέρη εδώ, απ’ τα μέρη της Θήβας.

Και στρέφοντας σ’ αυτήν:

― Έλα πάνω, της λέει, και τη βοηθά ν’ ανέβει στο αυτοκίνητο.

― Χριστέ και Παναγία! Δε φαινόσαστε καλά! λέει η γυναίκα της Θράκης. Είσαστε καταλασπωμένες. Τι έγινε;

― Τίποτα. Τίποτα.

Τα παιδιά της Καστοριανής ρωτούσαν αν τους έφερε τίποτα να φάνε. Ήταν σα χαμένη, ο νους της γύριζε αλλού, έτρεμε. Η πράξη άρχιζε, τώρα μόλις, να κάνει το έργο της μέσα της, έχυνε το δέος κύματα-κύματα.

― Ναι…, ναι…, έλεγε στα παιδιά της να τα ησυχάσει. Σωπάστε τώρα. Το βράδυ θα φάτε. Το βράδυ.

― Εγώ λέω, εσύ κόρη μου είσαι για τα σίδερα, κάνει η γρια της Θράκης. Δεν κάθεσαι, λέω, να δεις τα μωρά σου; Τι κάνεις μ’ αυτά τα πάνε κι έλα; Και τούτη εδώ τι θέλει;

― Είναι από τη Θήβα. Θα την πάρουμε ίσαμε τη Θήβα

― Να δούμε τι λέει κι ο άνθρωπος που ορίζει το αυτοκίνητο! Τώρα κάνεις κουμάντο και στο ξένο πράμα;

― Όχι δεν κάνω κουμάντο. Όμως, πού είναι αυτός; Ακόμα δε φάνηκε;

― Ακόμα. Μου φαίνεται πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά.

Η ώρα περνά. Πάλι είναι ησυχία μες στο φορτηγό. Στο δρόμο έξω περνούν τ’ αυτοκίνητα, γλιστρούν, φεύγουν. Πάλι βρέχει λίγο.

― Θαρρώ πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά…

Σιγά-σιγά η λέξη σχηματίζει κύκλους, τους μεγαλώνει, ολοένα. Να ξενυχτήσουν εκεί; Η αδερφή της Θήβας σα να συνεφέρνει, μόλις. Σα να είχε γίνει ένα κενό ανάμεσα σ’ αυτή και στο έργο της. Και τώρα, πάλι γυρίζει η μνήμη της να δεθεί με την πράξη.

«Να ξενυχτήσουν εκεί; Είπε να ξενυχτήσουν;»

― Τί είπε; Τί είπε; Λέει η γυναίκα της Καστοριάς.

― Είπε, μπας και δεν προφτάσει ο οδηγός να σιάξει την μηχανή πριν νυχτώσει. Μπας και μείνουμε τη νύχτα εδώ.

― Εδώ; Να μείνουμε εδώ; Πλάι σ’ αυτό;

Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τη σκέψη της. Ένα κρότος επίμονος, βαρύς, ολοένα πιο ευδιάκριτος άρχισε να φτάνει απ’ το μέρος του δρόμου της Θήβας. Δεν ήταν αυτοκίνητο. Ήταν σαν εκείνον τον άλλο, τον γνώριμο, τον δεμένο με την άγρια πράξη τους. Μόνο που τούτος ήταν πιο δυνατός, πιο πυκνός.

― Ακούς;

― Ναι, λέει η Καστοριανή. Τί είναι;

― Άκουσε καλά!

― Ακούω! Ακούω! Λες να είναι…;

Λίγο στάθηκε:

― Λες να είναι αυτός, ο πριν;

Έξαλλη πετάχτηκε η κόρη:

― Είναι αυτός σου λέω! Δεν είναι αυτός μονάχα! Είναι πολλοί! Έρχουνται! Είναι πολλοί, κι έρχουνται!

Οι κρότοι από πολλές μοτοσυκλέτες που πλησίαζαν δεν άφηναν τώρα καμιά αμφιβολία.

― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! Θα με πιάσουν!

Τα μωρά ξεσηκώθηκαν, οι Θρακιώτισσες, ρωτούσαν με αγωνία:

― Τί είναι αυτά που λες; Τί είναι αυτά; Τί γερμανοί λέει, και τί φοβάται;

― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! φώναζε η Θηβαία. Φύγε κι εσύ! φώναζε στην Καστοριανή. Φύγε!

Χύμηξε προς τη μπούκα του αυτοκινήτου.

Την ίδια στιγμή ένα άλλο φορτηγό φάνηκε να έρχεται απ’ τη Θήβα τραβώντας για τη Λιβαδειά. Ήταν σαράβαλο, αγκομαχούσε ν’ ανοίξει όσο γίνεται ταχύτητα.

― Τι καθόσαστε εδώ! φώναξε ο οδηγός στο σταματημένο φορτηγό. Έρχουνται οι γερμανοί! Θάψαν τον κρεμασμένο, κι έρχονται! Θα σας σκοτώσουν αν σας βρουν!

Είπε, χάθηκε.

Η αναστάτωση πια μες στο φορτηγό ήταν μεγάλη.

― Παναγία μου! Τί είν’ αυτά για κρεμασμένους και για γερμανούς; έλεγε η γυναίκα της Θράκης.

― Βιαστείτε! Βιαστείτε! φώναξε η αδερφή της Θήβας, κατεβασμένη κάτω. Κάντε γλήγορα!

― Έρχουμαι! Έρχουμαι! μάζευε τα παιδιά της η Καστοριανή.

Τους έβαζε από ένα μπόγο στο χέρι, αυτή πήρε δυο χράμια τους και το ταγάρι. Ασυναίσθητα, μηχανικά.

― Άιντε κ’ εσείς! φώναζε στις Θρακιώτισσες. Κάντε γλήγορα! Έρχουνται, κι είναι φόβος! Γλήγορα!

― Αχ, Παναγία μου, τί είναι πάλι τούτο; Τί είναι πάλι τούτο; έλεγε η γυναίκα της Θράκης κατεβάζοντας τα δυο παιδιά της.

Πήραν όλοι στα χέρια τους ό,τι ήταν πιο πρόχειρο, κατεβήκαν. Οι κρότοι απ’ τις μοτοσυκλέτες ήταν πια κοντά. Όπου να ’ναι θα φτάναν στη στροφή του δρόμου.

― Από δω! Από δω!

Η Θηβαία, ξέροντας τα κατατόπια, έπεσε πρώτη μες στο χωράφι απ’ τα ζερβά του δρόμου. Το βρεμένο χώμα ήταν δύσκολο, κολνούσε στα πόδια τους.

― Ελάτε! Ελάτε!

Τρέχαν. Τρέχαν.

― Να προφτάσουμε να πάμε κει! Εκεί θα μας κρύψει ο βράχος. Να προφτάσουμε το βράχο!

Στο μικρό λόφο που υψωνόταν εκεί, ο μαύρος βράχος σφάνταζε. Η βροχή είχε σταματήσει, το πούσι αραίωνε. Και οι κρότοι απ’ τις μοτοσυκλέτες σώπασαν. Σίγουρα οι γερμανοί θα είχαν φτάσει στο τόπο του πεύκου. Τώρα θα εξέταζαν. Όπου να ’ναι θ’ άρχιζαν να κάνουν έρευνες γύρω.

Το μικρό κοπάδι των κυνηγημένων λαχανιασμένο έφτασε στο βράχο. Η γριά βλαστημούσε και καταριόταν.

― Α, που να σας πάρει ο τρισκατάρατος! Α, που να σας πάρει η κατάρα! έλεγε στις δυο γυναίκες. Σε τι μπελάδες μας βάλατε! Ξεβουλώστε το και πέστε μας: Τί έγινε; Γιατί φύγαμε;

― Μίλησε λοιπόν! Τί είναι; έλεγε και η άλλη, η γυναίκα της Θράκης. Πες μας τί είναι; Για τί κρεμασμένο έλεγε αυτός; Τί έλεγε;

― Κοιτάξτε κει! Κοιτάξτε! είπε η αδερφή της Θήβας.

Προστατεμένες πίσω απ’ το μεγάλο βράχο κοίταζαν. Ο δρόμος από κει θα ’ταν ίσαμε οχτακόσια-χίλια μέτρα μακριά. Οι γερμανοί, με τα όπλα στο χέρι, προχωρούσαν στο δρόμο, ψάχναν. Ένας- δυο άφησαν το δρόμο, μπήκαν λίγο μες στα πλαϊνά χωράφια, κοίταζαν τα χαντάκια, γύριζαν. Φτάσαν στο έρημο φορτηγό. Το τριγύρισαν. Ένας ανέβηκε μέσα. Κάποιος άλλος τράβηξε πηγαίνοντας πίσω, να ειδοποιήσει τον αξιωματικό τους. Γύρισαν με τον αξιωματικό. Κουβέντιαζαν. Φαίνεται πως παίρναν απόφαση. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο φορτηγό, κάτι κατέβασε, από κει. Ύστερα άρχισε να φέρνει βόλτα γύρω, κουνούσε τα χέρια του, κάτι έκανε. Σα να έριχνε κάτι στο φορτηγό.

― Τι κάνουν; Αναρωτιόταν στο βράχο, μη μπορώντας να ξεχωρίσουν καθαρά το τι γινόταν.

Σε λίγο οι φλόγες τινάχτηκαν, τύλιξαν το φορτηγό.

― Θε μου!

― Βάλαν φωτιά! Βάλαν φωτιά!

― Το καίνε!

― Το καίνε! Χαθήκαμε!

Τα τελευταία υπάρχοντά τους καίγονταν μες στο φορτηγό. Ό,τι είχαν πάρει πριν από λίγο στη βιασύνη τους, το βλέπαν τώρα πως ήταν ασήμαντο.

― Είμαστε γυμνοί πια! Πάμε σε ξένο τόπο ολόγυμνοι!

― Θε μου, γιατί μας τυραννάς τόσο; Τι κάναμε, Θε μου;…

Ολοφύρονταν οι Θρακιώτισσες. Κλαίγαν τα παιδιά. Κοίταζαν τη φωτιά και κλαίγαν.

― Ά, εσύ διαολόπραμα! μούγκριζε η γρια στρέφοντας στην κόρη της Θήβας. Εσύ ’σαι ο αίτιος! Κανείς δε μου το βγάζει απ’ το μυαλό μου πως εσύ είσαι! Τί ήθελες, φίδι, και βρέθηκες στο δρόμο μας;

Χύμηξε απάνω της, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, έσερνε τα νύχια της στα μάγουλά της.

―Διαολόπραμα! Κουτάβι! Ποια οργή σ’ έστειλε μπροστά μας;! Ποια κατάρα;

― Μη! Μη! χύθηκε να τη γλιτώσει η Καστοριανή. Μη, κι είναι κρίμα πια, έλεγε. Φτάνει η πίκρα της πια. Φτάνει, και ξεχείλισε! Εγώ το ’καμα. Εγώ.

Η κόρη της Θήβας κάθεται εκεί, με τα μαύρα της μαλλιά, με το χλωμό της πρόσωπο, ασάλευτη, να τη δέρνουν, να τη σκίζουν. Δεν έκανε καμία κίνηση να προφυλαχτεί. Τίποτα. Μόνο έκλαιγε σιγανά, τα δάκρυα τρέχαν στο ατάραχο πρόσωπο.

― Μη σου λέω! Μη! φώναζε έξαλλη η γυναίκα της Καστοριάς. Εγώ το ’καμα σου λέω! Εγώ φταίω! Εγώ τον ξεκρέμασα!

Ήταν απίθανο, αυτή η σιγανή, η ήμερη ύπαρξη, έτσι που ξαφνικά είχε στυλωθεί και πάλευε και φώναζε:

― Εγώ φταίω σας λέω! Εγώ τον ξεκρέμασα! Εγώ!

Τί είπε; Τον ξεκρέμασε είπε;

Τα χέρια της γριάς που χτυπούσαν την κόρη της Θήβας λύθηκαν, την άφησαν.

― Τον ξεκρέμασες είπες; Ποιον ξεκρέμασες;

Έβλεπε την Καστοριανή κατάματα.

― Τον ξεκρέμασα είπα! Αυτόν που κρέμασαν οι γερμανοί! Τον ξεκρέμασα και τον έθαψα. Κι οι γερμανοί θα σκοτώσουν αυτόν που τον έθαψε. Θα σκοτώσουν όποιον βρουν!

Χύθηκαν τα παιδιά της απάνω της.

― Μάνα μου! Μάνα μου!

― Το έκαμες αυτό; Το έκαμες αυτό; στεκόταν σα χαζή και την κοίταζε η γριά.

― Το έκαμα! Το έκαμα!

― Άχου τρισκατάρατη! Άχου δαιμονισμένη! Άχου, που να σε πάρει η κόλαση! Και τι σ’ ένοιαζε εσένα για κρεμασμένους;

― Τι καθόμαστε, λοιπόν; Τι καθόμαστε; φώναξε η γυναίκα της Θράκης. Πάμε να φύγουμε και θα μας φτάσουν! Πάμε να φύγουμε!

Με τον τρόμο στα μάτια, με χέρια που τρέμαν σήκωσαν τα λίγα πράματα που είχαν πάρει μαζί τους.

― Που να πάμε; Προς τα πού να πάμε;

Όλα τα μάτια ήταν γυρισμένα στην αδερφή της Θήβας. Ατάραχη πάντα, κοίταζε χαμηλά τον καπνό. Λίγο πέρα απ’ τον καπνό, τον τόπο του πεύκου. Σα να ήταν ξένη εκεί.

― Εσένα λέω! Πού να πάμε! Προς τα πού να πάμε;

― Από δω, είπε σιγανά.

Πάλι:

― Από δω είναι το βουνό.

Πάλι:

― Από δω είναι το βουνό μας.

Τότε όλοι σήκωσαν τα μάτια, το κοίταξαν. Στέρεη γραμμή, γυμνή, ατάραχη.

Ολοένα το βράδυ ερχόταν. Βάδιζαν σιωπηλοί. Μπροστά η αδερφή της Θήβας, πίσω τα πρόσωπα της Θράκης, τα πρόσωπα της Καστοριάς. Πλησίαζαν το βουνό. Στους βράχους του, στα φαράγγια του κάποτε είχε ακουστεί η σπαραχτική κραυγή. Ο τυφλωμένος Οιδίποδας πορευόταν για τον Κολωνό. Ο Οιδίποδας χάθηκε. Όμως ο θρήνος μένει στο βουνό δεμένος με τους βράχους. Περιμένει.

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Cinderella, fairytale


Do you love me because I am beautiful,
or am I beautiful because you love me?

Sophocles



One word frees us of all the weight and pain in life. That word is love....

Plato


At the touch of love, everyone becomes a poet...

Honoré de Balzac


Love is the poetry of the senses.............

Σοφά Λόγια...........

~ Σημάδι του άρχοντα δεν είναι η δύναμη αλλά το ήθος!(Σωκράτης)
~ Στην αληθινή φιλία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του να δώσεις και να πάρεις!(Σωκράτης)
~ Αυτός που αναζητά την αλήθεια πρέπει να έχει απέραντη υπομονή!(Σωκράτης)
~ Η φύση δε γνωρίζει εξαφάνιση, αλλά μόνο μεταμόρφωση!(Αναξαγόρας)
~ Ο κόσμος υπάρχει επειδή μεταβάλλεται!(Σωκράτης)
~ Οι ευκαιρίες δε περιμένουν!(Θουκιδίδης)
~ Όταν ο μαθητής είναι έτοιμος,ο δάσκαλος θα εμφανιστεί!(παροιμία του Ζεν)
~ Να φροντίζεις περισσότερο γιά το δίκαιο απ΄οτιδήποτε άλλο! (Πλάτων)
~ Σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να επικρατεί το δίκαιο! (Μένανδρος)
~ Δίκαιος άνθρωπος είναι όχι εκείνος, που δεν αδικεί, αλλά εκείνος, που, αν και μπορεί, όμως δεν θέλει να αδικεί! (Φιλήμων)
~ Στην δικαιοσύνη εμπεριέχεται κάθε άλλη αρετή! (Ευριπίδης)
~ Ο άνθρωπος μόνον αυτό πρέπει να εξετάζει, αν δηλαδή ενεργεί δίκαια ή άδικα και αν οι πράξεις του είναι καλές ή κακές! (Πλάτων)

Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου - Xελιδόνια, απόσπασμα

Mόλις τ’ αυγά της ζέστανεν η κλώσσα
και τα μικρά ετοιμάστηκε να βγάλει,
ένα πουλάκι εσήκωσε κεφάλι
μέσ’ στο τσόφλι, μιλώντας τέτοια γλώσσα:
– Ώς πότε εδώ θα μ’ έχουνε κλεισμένο;
Kαθόλου δεν μπορώ να περιμένω!
Πώς; Έτσι τον καιρό μου εδώ θα χάνω;
Eγώ έχω κατορθώματα να κάνω!
Kόκορας βέβαια θα ’μαι δίχως άλλο·
λοφίο ψηλό, χρυσά φτερά θα βγάλω·
τη μέρα και τη νύχτα θα στολίσω·
θα φέρνω την αυγή μόλις λαλήσω·
στη φράχτη, στην αυλή, σε κάθε μέρος
στρατεύματα τις κότες θα οδηγώ.
Kαι του ’πε τότε ο κόκορας ο γέρος:
– Στάσου να βγεις παιδάκι μου απ’ τ’ αυγό...

Κώστας Καρακάσης - Ευτυχώς που δεν γεννήθηκα όμορφη, απόσπασμα


Το μυαλό και η καρδιά είναι δύο αντίθετα πράγματα που σπάνια συμβιβάζονται μεταξύ τους. Όποιο και να διαλέξεις, θα πληρώσεις το αντίστοιχο τίμημα των πράξεων σου. Όμως, μια ευτυχισμένη καρδιά είναι χίλιες φορές προτιμότερη από μια ζωή πνιγμένη στην ανθρώπινη λογική...

Siba Shakib - Εκεί που ο Θεός έρχεται μόνο για να κλάψει, απόσπασμα

Ένα κορίτσι πέφτει σ'ένα πηγάδι. Ένα αγόρι περνά από εκεί, το βλέπει, πηδάει μες στο πηγάδι και σώζει το κορίτσι. Αυτό τον ευχαριστεί και τον ρωτά: Γιατί το έκανες αυτό; Το αγόρι λέει: Γιατί η ζωή μου δε θα'χε καμμιά αξία αν σ'έβλεπα να πεθαίνεις. Γιατί δεν υπάρχει καμμιά διαφορά ανάμεσα σε σένα και μένα. Γιατί κάθε φορά που πεθαίνει ένας από μας, πεθαίνουμε όλοι από λίγο...

Paulo Coelho - Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα κι έκλαψα, απόσπασμα


Μια κοπέλα κι ένα παλικάρι ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον τρελλά. Αποφάσισαν να αρραβωνιαστούν. Οι αρραβωνιασμένοι αλλάζουν πάντα δώρα. Μα το παλικάρι ήταν φτωχό. Το μόνο βιος του ήταν ένα ρολόι που είχε κληρονομήσει απ'τον παππού του. Φέρνοντας στο νου τα όμορφα μαλλιά της αγαπημένης του, αποφάσισε να πουλήσει το ρολόι για να της χαρίσει μια υπέροχη ασημένια χτένα.
Μα κι η κοπέλα δεν είχε λεφτά να αγοράσει δώρο για τους αρραβώνες. Πήγε, λοιπόν, και βρήκε τον πιο μεγάλο έμπορο του τόπου και του πούλησε τα μαλλιά της. Με τα λεφτά που πήρε, αγόρασε μια χρυσή καδένα για το ρολόι του καλού της.
Όταν ειδώθηκαν, τη μέρα των αρραβώνων, εκείνη του έδωσε μια χρυσή καδένα για ένα πουλημένο ρολόι κι αυτός μια χτένα για μαλλιά που είχαν κοπεί...

Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (1963) - Εθνικό Θέατρο


Όλγα Τουρνάκη (Δούλα), Βέρα Ζαβιτσιάνου (Αδέλα), Πόπη Παπαδάκη (Αμέλια), Κατίνα Παξινού (Μπερνάρντα), Πίτσα Καπιτσινέα (Μαγδαλένα), Ελένη Χατζηαργύρη (Μαρτίριο), Ρίτα Μυράτ (Ανγκούστιας), Μυρσίνη Σαντοριναίου (Προυντέντσια). Πίσω της η Ελένη Ζαφειρίου (Πόνθια).

Δρόμος....

Μ.βαμβουνάκη - Η μοναξιά είναι απο χώμα, απόσπασμα


Περπατώ στην άμμο, όπως εσύ περπατούσες πάνω μου, αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δική μου.
Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει.
Ότι κι αν σου πω, δε θα μεταδώσω αυτό που μ` έκανε να σε θέλω έτσι.
Σ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι από σένα και μαζί κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σε αγάπησα και η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους...

Stephen King - Στάσου πλάι μου, απόσπασμα


Τα πιο σπουδαία πράγματα είναι και δυσκολότερο να ειπωθούν. Εκείνα που σε κάνουν ακόμα και να ντρέπεσαι, επεδή την ώρα που τα λες, οι λέξεις μειώνουν τη σημασία τους, οι λέξεις συρρικνώνουν και δίνουν μια καθημερινή, συνηθισμένη διάσταση σε νοήματα που όταν τα είχες στο μυαλό σου περιλάμβαναν τα πάντα...

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Θέκλα Χρηστάκη - απόσπασμα από το βιβλίο "Για ποιά αγάπη μου μιλάς"


Μιλούσε, μιλούσε ακατάπαυστα για αγάπη, για έρωτα, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη τι είναι αγάπη. Σίγουρα όμως δεν την ήθελε έτσι μίζερη...
Την ήθελε γλυκιά, τρυφερή, γεμάτη μυρωμένες ανάσες. Την ήθελε απρόβλεπτη και προκλητική σαν την αμαρτία, βασανιστική και μεγαλειώδη, σαν του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας αλλα με διαφορετικό τέλος...

Πάολο Κοέλο - Αποσπάσματα από το βιβλίο: "Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα κι έκλαψα"


Μείναμε έτσι, με τα χέρια ενωμένα, για μερικά λεπτά. Διάβαζα μέσα στα μάτια του τους αρχέγονους φόβους που η πραγματική αγάπη επιβάλλει σαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Διάβασα την άρνηση της προηγούμενης νύχτας, το μακρύ διάστημα που είχαμε ζήσει χωριστά ο ένας από τον άλλο, τα χρόνια στο μοναστήρι, σε αναζήτηση ενός κόσμου όπου δε συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Διάβαζα στα μάτια του τις χιλιάδες φορές που είχε φανταστεί τούτη τη στιγμή, το διάκοσμο που είχε στήσει γύρω μας, το χτένισμα που θα είχα, το χρώμα των ρούχων μου. Ήθελα να πω ναι, πως θα ήταν καλόδεχτος, πως η καρδιά μου είχε κερδίσει τη μάχη. Ήθελα να του πω πόσο τον αγαπούσα, πόσο τον ποθούσα τούτη τη στιγμή. Αλλά έμεινα βουβή. Παρακολουθούσα, σαν μέσα σε όνειρο, την εσωτερική του πάλη. Είδα ότι είχε απέναντί του την άρνησή μου, το φόβο μη με χάσει, τα σκληρά λόγια που είχε ακούσει σε ανάλογες περιπτώσεις -γιατί όλοι περνάμε τέτοιες στιγμές και συσσωρεύουμε ουλές. Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν. Ήξερε πως γκρέμιζε όλους του τους φραγμούς...

******************
Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα κι έκλαψα. Οι αναμνήσεις αυτής της νύχτας είναι αόριστες και συγκεχυμένες. Ξέρω μόνο πως έφτασα κοντά στο θάνατο, αλλά δεν θυμάμαι πως είναι το πρόσωπο του... ούτε που με οδηγούσε.
θα ήθελα να το θυμάμαι για να μπορώ να τον διώξω κι απο την καρδιά μου, αλλά δεν τα κάταφέρνω. Μου φαίνονταν όλα σαν όνειρο ...

Αλκυόνη Παπαδάκη - Από το βιβλίο «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή»


Τι φταις αλήθεια...
Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς".
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ".
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς".
Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ".
Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί".
Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζες "Αυτός! Αυτός!"
Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.
Τι φταις!

Αλκυόνη Παπαδάκη - Από το βιβλίο «Στον ίσκιο των πουλιών»


Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,
ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
«Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;»
Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα...

Αλκυόνη Παπαδάκη - Από το βιβλίο «Βαρκάρισσα της χίμαιρας»


Να ονειρεύεσαι, μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.
Και ποιά είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή το παν! Έχει και παρακάτω... Έχει κι άλλο... Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα! Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!

Οscar Wilde - Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (απόσπασμα)


Ζηλεύω το κάθε τι που η ομορφιά του είναι αθάνατη...
Ζηλεύω την ομορφιά αυτού του πορτραίτου...
Γιατί να την κρατήσει, αφού εγώ θα την χάσω ;
Κάθε στιγμή που περνάει, αρπάζει κάτι από μένα και τη δίνει σ αυτό...
Ω να γινόταν αλλιώς!
Αν μπορούσε ν` αλλάζει η εικόνα, κι εγώ νάμαι πάντα ότι είμαι τώρα!
Γιατί τη ζωγράφισες;
Κάποια μέρα θα με ειρωνεύεται,θα με ειρωνεύεται φρικτά...

Richard Bach - Ο Γλάρος Ιωνάθαν (απόσπασμα)


............Ο γλάρος Ιωανάθαν πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του μόνος αλλά πέταξε πολύ μακριά, πέρα κι από τους Μακρινούς Βράχους.
Η μεγάλη του θλίψη δεν οφειλόταν τόσο στη μοναξιά όσο στο ότι οι άλλοι γλάροι δε θέλησαν να πιστέψουν στο μεγαλείο της πτήσης που τους περίμενε.
Είχαν αρνηθεί ν'ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν.
Εκείνος πάλι, κάθε μέρα, μάθαινε και πιο πολλά.
Έμαθε να κοιμάται στον αέρα και χαράζοντας μια νυκτερινή πορεία δια μέσου του θαλασσινού ανέμου, κάλυπτε εκατό μίλια από το ηλιοβασίλεμα μέχρι το χάραμα.
Θ' αρχίσεις να πλησιάζεις τον παράδεισο, Ιωνάθαν, τη στιγμή πού θα πλησιάσεις την τέλεια ταχύτητα.
Κι αυτό δεν σημαίνει να πετάς χίλια μίλια την ώρα, η ένα εκατομμύριο, η να πετάς με την ταχύτητα του φωτός.
Γιατί ο κάθε αριθμός είναι ένα όριο και η τελειότητα δέν έχει όρια.
Η τέλεια ταχύτητα, γιέ μου, είναι το να βρίσκεσαι εκεί.................

Οκτάβιο Παζ - Ο δρόμος


Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω

και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές και ξερά φύλλα

Και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:

αν σταματήσω, σταματάει.

Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.

Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο

και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα βγάζουνε στο δρόμο

όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί,

όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά
και που σηκώνεται και λέει βλέποντας με: κανείς.

Ανδρέας Καρκαβίτσας - Η μητριά, από τις "Παλιές αγάπες"


Είναι κάπου είκοσι χρόνια κλειστά. Είκοσι χρόνια στο μνήμα το άραχνο ο Βασίλης· άλλα τόσα στο μνήμα των ζωντανών, στη φυλακή εγώ. Τώρα με τρώγ’ η ψείρα κι η κακομοιριά μα θυμούνται ακόμη στο χω­ριό τα καλά του Θανάση Βρυσώτη και δείχνουν τα σπίτια του στους ξένους.

Αχ, τι χρόνια και κείνα! τι ζωή βασανισμένη στους τέσσερους τοίχους της φυλακής, στους χίλιους μέσα και χωρίς συντροφιά!... Μα τι λέω χωρίς συντροφιά; Είχα το καποτάκι του παιδιού μου, που κάθε ώρα ψήλωνε βουνό μπροστά μου κι έδειχνε το Βασίλη με τα βόλια στο ριζάφτι. Τι λέω χωρίς συν­τροφιά; Είχα στα στήθη μου κάποιο πράμα που σφύριζε βουβά κι αδιάκοπα σαν άγρυπνη κουρούνα: φονιά! φονιά!... Και σαν σφάλιζα τα έρμα μου τα μάτια κι έγερνα το κεφάλι να πάρω λίγον ύπνο, έβλεπα τη Ζωίτσα με τα νυφιάτικα και τα λυτά μαλλιά της, χλωμή καθώς ήταν την ώρα που την απιθώσαμε στο μνήμα, να μου φωνάζει δυνατά:

- Σκυλί! τι έκαμες το παιδί μας; Πού είν’ ο αρρεβώνας που σ’ άφηκα;... Καταραμένος να είσαι!...

Και γω τιναζόμουν απάνω σαν το λάφι και γονα­τιστός της γύρευα συχώρεση. Όχι! δεν ήθελα να είμαι καταραμένος!...

Λένε πως το χειρότερο κακό να κάμει, ο άνθρωπος, άμα μετανιώσει, άμα με τα δάκρυά του γεμίσει ένα δισκοπότηρο, ο Θεός τον συχωράει. Εγώ χιλιάδες, ναι, χιλιάδες δισκοπότηρα γέμισα από τότε! Και όμως, και όμως τι; Τ’ αγλύκαντο νερό δε θέλει να ξεπλύνει τα μαύρα γράμματα! Α, ναι, το πιστεύω· δίχως το θέλημα Θεού μήτε πουλί στο βρόχι. Ποιος ξέρει τι αμαρτίες είχα και με παιδεύουνε τώρα; Ποιος θυμά­ται, αν τότε, μέσα στα καλά μου, συλλογιζόμουνα κανένα:


Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Εμένα με είχε ανα­γνώστη κι έλεγα τον Απόστολο κάθε Κυριακή στην εκκλησιά του χωριού μας. Εκείνος, όταν ήταν παιδί, έκανε τα δικά του. Για τούτο εμένα που μ’ έβλεπαν από μικρό, ήσυχο και ταπεινό, έλεγαν οι χωριανοί: από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο.

Ο πατέρας μου βιάστηκε να με παντρέψει.

- Μπορεί να κλείσω καμιά μέρα τα μάτια και να μην ιδώ τις χαρές του γιου μου· έλεγε.

Έξω απ’ αυτό ήθελε να με παντρέψει για να με κάμει παπά και να με αφήσει στο πόδι του σαν πεθάνει.

Έτσι ούτε το σπίτι έχανε τ’ όνομά του, ούτε μας έπαιρνε άλλος στο χωριό τα πρωτάτα. Εγώ, σαν μου το είπε, δε δυσκολεύτηκα, γιατί μου έδινε γυναίκα της καρδιάς μου. Μα από την πρώτη μέρα, την ημέρα του γάμου, φάνηκε πως δεν ήταν με θέλημα Θεού. Το θυμούμαι τώρα κάποτε και σηκώνονται τα μαλλιά μου. Τρεις φορές τα στέφανα έπεσαν από της νύφης το κε­φάλι στο χώμα! Κακό σημάδι! Η άμοιρ’ η Ζωίτσα γύρισε και με κοίταξε με βλέμμα παραπονιάρικο, σαν να ήθελε από τη στιγμή του ταιριαμού μας, να μου θυμίσει την ώρα του παντοτινού χωρισμού. Κι έπειτα όταν έμπαινε σπίτι - ακούς, αδερφέ! - μέσα στη βιασύνη, ούτ’ ένα κομμάτι σίδερο δε βρέθηκε να βά­λουν στα πόδια της. Όλοι ένιωσαν πως το αντρόγυνο δεν ήταν στερεωμένο. Και να που έγινε αλήθεια! Απάνω στο χρόνο η Ζωίτσα πέθανε από τη γέννα... Κακομοίρα γυναίκα· η τύχη η δική μου σε συνεπήρε!... Ο κόσμος άρχισε αμέσως τα δικά του:

- Κλαίω εκείνη που πέθανε νια και παρανιά· αμ’ τι; το Θανάση! Εκείνος ήταν τυχερός που έζησε το παιδί και θα κρατήσει την προίκα! έλεγαν.

Μα δεν είν’ έτσι. Κλαίγε τον όποιου πεθάν’ η γυ­ναίκα και τ’ αφήσει και μικρό παιδί. Τι να κάμω; Πώς να τ’ αναθρέψω εκείνο το παιδί; Ήθελε βυζί· ήθελε συγύρισμα. Στο τέλος άκουσα τα λόγια των δικών μου και παντρεύτηκα πάλι.

Μα κάλλιο να ’τρωγε το κεφάλι της η συμπεθέρα, που τα ’φτιασε να μπάσω την Ακριβή στο σπίτι μου. Φωτιά έπεσε αμέσως και μας έκαψε. Ακούς, αδερφέ, ν’ αλυχτήσει τη μάνα μου, όταν μπήκε νύφη! Τ’ άκου­σαν οι συμπεθέροι που το είπε: Χαμ, χαμ, πεθερά! - να μπω γω νοικοκυρά! Κι η δόλια μάννα μου πού το ήξερε να πάει να κρυφτεί; Νύφη, σου λέει, μπάζω δεν μπάζω οχιά! Και μήπως το βράδυ; Το βράδυ, η σκύλα, έκατσε κι έφαε. Ο κόσμος βούιζε;

- Η νύφη του παπά έφαε, θαν τη φάει την παπαδιά.

Κι αλήθεια· σε τρεις μήνες πέθανε η μάνα μου. Σε λίγο πάει απόκοντα κι ο πατέρας μου!

Τώρα δεν απόμεινε άλλο ν’ αγαπάω στον κόσμο παρά ο Βασίλης, το παιδί της Ζωίτσας. Πόσα πέρασα όσο να τ’ αναθρέψω και κείνο!... Η Ακριβή από την ώρα που μπήκε στα σπίτι άρχισε δικό της λογα­ριασμό. Το παιδί τής καθότανε παλούκι στο μάτι· όλο με τα φου! και με το φου! το πήγαινε. Και μήπως μπορούσα να της μιλήσω; Μ’ έβανε μπροστά και πού να τα βγάλω με τη γλώσσα της! Δεν έκανα άλλο παρά να θυμούμαι τη συχωρεμένη τη Ζωίτσα και να κλαίω. Τι γλυκομίλητη! Τι ταπεινούλα γυναίκα!... Κι όσο θυμούμαι που έσπασα το πιάτο στο κεφάλι της μια μέρα. Ποιος ξέρει; Μπορεί από κείνο να πήγε παράκαιρα στο μνήμα, η δόλια!

Μα τι κακή ψυχή και κείνη η Ακριβή! Φαινότανε από το πρόσωπο. Τα μαλλιά της ήταν χοντρά, άγρια και κόκκινα· τα μάτια της γαλάζια και τ’ ασπράδι τους κίτρινο, λες και είχε χρυσή· η μύτη της γυριστή ως τα χείλη και τα χείλη της φουσκωτά και μπλάβα σαν μελιτζάνα... Άμα θύμωνε, λύκος έμοιαζε. Ωχ, π’ ανάθεμά την! Μ’ έκαμε κι έγινα με όλο τον κόσμο οχτρός. Κάθε ήμερα σήκωνε τη γειτονιά στο ποδάρι. Κατάντησε το σπίτι μου να βγάλει το χειρότερο όνομα. Ο Θεός να φυλάει από τέτοια γυναίκα! Ωστόσο ο Βασίλης, άξενε κι ομόρφαινε.

- Ε, να του ζήσει εκείνο το παιδί, έλεγαν οι χωριανοί. Σ’ ένα δυο χρόνια θαν το ’χει δεξί του χέρι.

Και πώς έμοιαζε της μάνας του! σαν δυο σταλα­ματιές νερό. Άμα με κοίταζε με κείνα τα μεγάλα και μαύρα μαύρα μάτια του, μου φαινόταν πως είχα τη Ζωίτσα μπροστά μου. Έκαμα κι άλλα παιδιά με την Ακριβή, μα να ειπώ την αμαρτία μου, ούτε ήθελα να τα βλέπω. Σιχάθηκα τη μάννα, σιχάθηκα και τα παιδιά. Για κείνο κι η Ακριβή θύμωνε.

- Κουρούνη! δεν τηράς και τ’ άλλα σου παιδιά! Δεν ξέρω τι βρίσκεις σ’ αυτό το τιποτένιο! έβριζε.


Έτσι διάβαιναν τα χρόνια. Ο Βασίλης έφτασε δεκαπέντε χρονών· παιδί παλικάρι! Σου πάταγε δουλειά για τρία μεροκάματα. Μα η Ακριβή δεν έπαυε τις γρίνιες της.

- Να σου ειπώ, Ακριβή, της λέω μια μέρα που έλειπε το παιδί. Τι έχεις και τρώγεσαι με το Βασίλη;. Τώρα το παιδί μεγάλωσε· καταλαβαίνει την προσβολή. Έπειτα οι σπιούνοι δε λείπουν από τον τόπο. Μπορεί να το κάμουν να θυμώσει και να μας πετάξει όξ’ από το σπίτι!

- Όξ’ από το σπίτι!...

- Ναι· το σπίτι είναι της μάνας του. Τα χωρά­φια, τ’ αμπέλια, όλα της μάνας του. είναι. Από σένα δεν πήρα τίποτα.

- Δεν πήρες τίποτα, μα πήρες γυναίκα που δε σου ’πρεπε, μ’ έκοψε κείνη θυμωμένη.

Ορίστε! μίλα της τώρα.

- Όλα καλά τα λόγια που λες, γυναίκα· μ’ αν θυμώσει ο Βασίλης, μας πετάει όξω και περπατούμε γδυτοί, εμείς και τα παιδιά μας.

Ωχ! σαν της είπα έτσι. Άναψ’ ο γιαλός και κάηκαν τα ψάρια.

- Να πάρει το σπίτι! Να περπατήσουν γδυτά και πεινασμένα τα παιδιά μου! Τα φαρμακώνω! φώναξε η σκύλα.

Εγώ τρόμαξα, καθώς την είδα έτσι. Κρύος ίδρω­τας μ’ έπιασε σαν άκουσα να ειπεί: τα φαρμακώνω! Μα τα λόγια μου έκαμαν τη δουλειά τους. Από τότε κλειδωνιά έβαλε στο στόμα της. - Βασίλη μου από δω - Βασίλη μου από κει, το πήγαινε. Έπαψε τις φωνές, έπαψε τις γρίνιες και άρχισε να καλοπιάνει και μένα... Πήγε η καρδιά στη θέση της. Α! δεν είναι άλλο καλύ­τερο από την ομόνοια μέσα στο σπίτι.

- Δόξα να ’χει ο Θεός! έλεγα που ’φαγα γλυκό ψωμί. Και λησμόναγα τα παλιά μου τα βάσανα.


Αχ! πού να ήξερα πως τα λόγια της ήταν γεμάτα φαρμάκι. Σε λίγο, σαν κατάλαβε πως μ’ έφερε στα νερά της, άρχισε να μου καλαναρχά τα λόγια που της είπα εγώ πρωτύτερα:

- Θα μας πάρει το βιός μας· θα μείνουμε γδυτοί και πεινασμένοι εμείς και τα παιδιά μας!

Μωρέ ας βγαίνει ο ήλιος κι ας βγαίνει στα βουνά! Ας ζει το παιδί μου κι ας κάμει ό,τι θέλει· έλεγα μέσα μου. Μα εκείνη τη δουλειά της· μέρα νύχτα τριβέλι με πήγαινε.

- Να· εγώ το σκοτώνω, σα δεν έχεις καρδιά εσύ! Σα δεν πονείς τ’ άλλα σου παιδιά!

Δεν είχα καρδιά! δεν πονούσα τα παιδιά μου! Αμ για κείνα τα παιδιά είναι που κάνει τόσα και τόσα ο άμοιρος ο γονιός. Κλέφτης γίνεται, άδικος, ψεύτης, φονιάς και πάντα για τα παιδιά του. Τι το θέλεις· μ’ έφαγε κείνη η γλώσσα! Όσο μπόρεσα βάσταξα· δεν μπόρεσα πια!

Ήταν θυμούμαι στα καλαμπόκια. Αποβραδίς ήρθαν δυο τρεις γειτόνοι και λέγαμε παραμύθια για να περάσ’ η ώρα. Είχαμε και λίγο κρασί και κουτσοπί­ναμε. Έβλεπα την Ακριβή που με συχνοκερνούσε με γέλια και χαρές· μα πού να ξέρω το φίδι που με δάγκωνε στην καρδιά! Σαν έφυγαν οι γειτόνοι πήγαμε και μεις να πλαγιάσουμε στην καλύβα. Ο Βα­σίλης, δεκάξι χρονών παλικάρι, κοιμότανε στ’ αλώνι, στο σωρό κοντά. Η Ακριβή άρχισε πάλι τη δουλειά της. Μου πιπίλισε το μυαλό με τα λόγια της. Εγώ ήμουνα σκοτισμένος από το κρασί. Δεν ήμουν πια ο Θανάσης Βρυσιώτης, ο προκομμένος του χωριού παρά ένα ζωντόβολο. Η Ακριβή το κατάλαβε και βάσταξε το σκοπό της. Και μέσα στο χάραμα, χωρίς να ξέρω τι κάνω, μ’ έβαλε στον τράφο, με γονάτισε, μου ’δωκε το ντουφέκι στο χέρι, κι έριξα!


Αχ! ανάθεμα που ακούει γυναίκας λόγια!... Πάει το παιδί μου, χάθηκε! Θυμούμαι στο αχνό φως του φεγγαριού, ένα μαύρο πράμα να κατρακυλά και να δέρνεται στ’ αλώνι! Και μέσα στο αλύχτημα των σκυλιών, άκουσα ένα ωχ! Εκείνο το ωχ! με πάγωσε. Όταν σε λίγο έτρεξαν οι χωριανοί, με ήβραν εκεί καρφωμένον, με το ντουφέκι ακόμη στο χέρι να τους κοιτάζω άλαλος.

Έξι μήνες έχω που βγήκ’ από τη φυλακή· μα δε μου βαστά η καρδιά να πατήσω στο χωριό. Αλήθεια μια φορά πήγα νύχτα να ιδώ και να φιλήσω το μνηματάκι του γιου μου· μα πού!...Τα κυπαρίσσια έγει­ραν να με δείρουν με τις κορφές τους και άκουσα να μου φωνάζουν:

- Πίσω φονιά! πίσω!...

Λάκισα· και γυρίζω τώρα χωρίς ελπίδα, χωρίς παντοχή, μακριά από το σπίτι μου, δίχως φίλους και δικούς.

Αλίμονό του που ακούει γυναίκας λόγια! Μα έγνοια σου και κείνη έμαθα την κατάντια της. Κακήν κακώς ξεψύχησε!...