Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Χαλίλ Γκιμπράν, απόσπασμα

Tότε η Αλμήτρα είπε: Μίλησε μας για την Αγάπη.

Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό κι απλώθηκε βαθιά ησυχία.

Και με φωνή μεγάλη είπε:

Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μόλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.

Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.

Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.

Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,

Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.

Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.

Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.

Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.

Σε αλέθει για να σε λευκάνει.

Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.

Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.

Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.

Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,

Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.

Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται, γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.

Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: "Ο Θεός είναι στην καρδιά μου", αλλά μάλλον "Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού".

Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.

Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.

Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.

Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.

Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.

Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά

Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Galleries

Στις "Σελίδες" θα βρείτε την ομώνυμη σελίδα με διάφορες φωτογραφίες

Actors, actresses

Στις "Σελίδες" θα βρείτε την ομώνυμη σελίδα με φωτογραφίες ηθοποιών

Εξώφυλλα περιοδικών - Magazine covers

Στις "Σελίδες" θα βρείτε την ομώνυμη σελίδα με εξώφυλλα περιοδικών

Οι Αβορίγινες και η Εποχή του ονείρου


Αβοριγίνες ονομάζονταν οι υπεράκριοι, αυτοί που κατοικούσαν στα άκρα, αλλά και οι αυτόχθονες (από το Λατινικό ab origine που σημαίνει γνήσιοι, πρωταρχικοί).
Οι Αβορίγινες της Αυστραλίας, πιστεύουν ότι η δημιουργία του κόσμου ξεκίνησε από ένα "άδειο χώρο" που γέμισε με τη βοήθεια των θεών τους. Όλα αυτά έγιναν σε μια εποχή, "την εποχή του ονείρου" -Dreamtime- Ονειροχρόνος- η οποία όμως δεν έχει τελειώσει, αλλά ούτε και θα τελειώσει ποτέ αφού δεν είναι μόνο μια χρονική περίοδος αλλά και ένας χώρος, με τον οποίο μπορεί να επικοινωνήσει κανείς, είτε μέσα από τα όνειρα, είτε αφού πεθάνει και πάει εκεί.
Οι δημιουργοί θεοί εμφανίζονται ως γιγάντια ερπετά προγονικά πνεύματα ή γέροντες, που ήρθαν μέσα από τη γη και οι οποίοι αφού ταξίδεψαν παντού, δημιούργησαν στο πέρασμά τους, τον κόσμο . Καθώς κινούνταν διαμόρφωναν το ανάγλυφο της γης, τις πλαγιές, τις πεδιάδες, τα ποτάμια, τα βουνά. Κάθε φορά που ξεκουράζονταν κάπου, δημιουργούσαν άστρα ή ακόμα και λίμνες ή ποτάμια.Είναι αυτοί που διαμορφώνουν το σύμπαν αφού οι ίδιοι μετατρέπονται σε ήλιο, φεγγάρι, ή πλανήτες. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, χρειάστηκε να έρθουν σε σύγκρουση με άλλα πλάσματα, ενώ στον κατακλυσμό που ακολούθησε, το τοπίο διαμορφώθηκε και άλλαξε από μόνο του. Αρσενικοί και θηλυκοί θεοί μεταμορφώνοταν σε βράχια, βουνά, ποτάμια, πηγές. Έτσι οι θεοί θεωρούνται υπεύθυνοι για τις κλιματολογικές αλλαγές, τις εποχές των βροχών ή τη ξηρασία, τη βροντή και τον κεραυνό.
Και όταν κάποια στιγμή εμφανίστηκε κατά την «Εποχή των Ονείρων» η αιμοδιψής φυλή των Κούνγια, τα προγονικά πνεύματα τους απολίθωσαν στον Ιερό Βράχο Ουλουρού. Για την Φυλή Πιτγανδιάρα της κεντρικής Αυστραλίας αυτός ο βράχος είναι ένας Ιερός Τόπος. Η παράδοσή τους λέει ότι στον Ιερό αυτό Βράχο μπορεί να διακρίνει κανείς τα χαρακτηριστικά από τη σύγκρουση τους με τους Κούνγια, δυο χαραμάδες είναι στο ίδιο σημείο εκεί όπου ένας πολεμιστής έκοψε με το δόρυ του το πόδι ενός εχθρού. Οι σπηλιές του βράχου συμβολίζουν τα ανοικτά στόματα των πολεμιστών που πεθαίνουν φωνάζοντας και βρίζοντας. Μια μεγάλη σπηλιά είναι το στόμα μιας θρηνούσας μητέρας που είδε το παιδί της να το σκοτώνουν μπροστά της, η εκδίκησή της ήρθε χτυπώντας το φονιά του γιού της με ένα ξύλο. Το ανοιγμένο κεφάλι και η μύτη του είναι χαραγμένα για πάντα σε πέτρα, μαζί με τις τέσσερις τρύπες εκεί που κάποτε ήσαν τα μάτια του και τα ρουθούνια του.
Οι Αβορίγινες σήμερα αντιτίθενται με τις επισκέψεις τουριστών στο Βράχο Ουλουρού γιατί πιστεύουν ότι μπορεί να ξυπνήσουν τους Κούνγια και να αρχίσει μια μακάβρια περίοδος, γεμάτη ταραχές, για όλες τις φυλές.
Όσον αφορά τον άνθρωπο η επικρατέστερη εκδοχή είναι η εξής:
O θεός Baiame, αφού έφτιαξε όλα τα πράγματα στη γη, περπάτησε ανάμεσα στα ζώα και τα φυτά και έπλασε τον άντρα και τη γυναίκα για να τα κυβερνούν. Τους έπλασε από τη σκόνη των λόφων και είπε: " Αυτά τα φυτά θα τρώτε, όσα σας δείχνω αλλά όχι τα ζώα που έχω πλάσει." Κι έτσι ο Πατέρας όλων αποσύρθηκε.
Οι πρώτοι άνθρωποι γέννησαν παιδιά κι εκείνα άλλα παιδιά, κ.ο.κ. και όλοι απολάμβαναν τα αγαθά του θεού Baiame. Ο κόσμος ήταν παράδεισος. Η βροχή κι ο ήλιος έδιναν ζωή στα φυτά, που αποτελούσαν την ανθρώπινη τροφή. Όλα ήταν όμορφα ώσπου κάποτε έπεσε ξηρασία. Τα φυτά μαραίνονταν, καρποί δεν υπήρχαν, οι άνθρωποι πεινούσαν και δεν είχαν τίποτα να φάνε.
Στην απελπισία του, ένας άντρας σκότωσε κάποια από τα ζώα, που ο θεός είχε απαγορεύσει να τρώγονται και τα έφαγε με τη γυναίκα του. Πρόσφεραν σε κάποιο φίλο τους που υπέφερε από την πείνα, αλλά εκείνος, θυμούμενος τις εντολές του θεού, αρνήθηκε να φάει. Όταν κάποια στιγμή τον αναζήτησαν, τον βρήκαν ετοιμοθάνατο κάτω από ένα μαστιχόδεντρο, ενώ ξαφνικά μια μαύρη φιγούρα, μισός άνθρωπος -μισός τέρας, εμφανίστηκε, πήρε μαζί τον άρρωστο κι εξαφανίστηκαν.
Την ίδια στιγμή το δέντρο ξεκόλλησε από το χώμα και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι. Για πρώτη φορά ο θάνατος, ο Yowee, πρόσβαλλε τους ανθρώπους. Τώρα όλοι θρηνούσαν. Αλλά μέσα σ' αυτήν τη θλίψη μια ελπίδα πρόβαλε μέσα από το φωτεινό μονοπάτι που άφησε το μαστιχόδεντρο: η ελπίδα ότι μέσα από το θάνατο ξεκινά καινούργια ζωή.Η πίστη τους όμως δεν βάζει τα ανθρώπινα όντα ξεχωριστά ή σε υψηλότερο επίπεδο από τη φύση. Θεωρείται ότι το πνεύμα του νεκρού καλείται να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και να επιστρέψει στον τόπο προέλευσής του, όσο πιο γρήγορα και ανώδυνα γίνεται. Εκεί θα παραμείνει ώσπου να ενσαρκωθεί ξανά σε νέο σώμα.Οι Αβορίγινες πιστεύουν ότι μερικοί από τους προγόνους τους μεταμορφώθηκαν σε φύση , πέτρες, ποταμοί, βράχια και παραμένουν πνευματικά ζωντανοί για πάντα.
Ο κάθε Αβοριγίνος πιστεύει ότι έχει ένα προσωπικό πνεύμα το οποίο ταξιδεύει ενώ αυτός κοιμάται, και επισκέπτεται τους συγγενείς του και τους τόπους διαμονής τους. Η «Εποχή των Ονείρων» δεν τελείωσε, αλλά συνεχίζεται μέσω των Ιερών Χορών (Κορρόμπορι) και των τελετών.
Στις τελετές τραγουδούν και χορεύουν με τη συνοδείa του didjeridoo. To didgeridoo είναι μιά μακριά ξύλινη φλογέρα (από 1 έως 1,6 μέτρα) που έφτιαχναν από έναν κορμό ή ένα μεγάλο κλαδί ευκαλύπτου που το είχαν προηγούμενα σκάψει και αδειάσει οι τερμίτες. Γι’αυτό και δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα και ο ήχος του που είναι ένας χαμηλός παλλόμενος ήχος, ποικίλει ανάλογα με τις ιδιοτροπίες του δέντρου απ’το οποίο γεννήθηκε. Με τις μπάσες νότες του και τους περίπλοκους ρυθμούς του προσπαθούσαν να αναπαράγουν τους ήχους της φύσης και να έρθουν σε επαφή με τους θεούς. Το χρησιμοποιούν σε επίσημες γιορτές αλλά και στις καθημερινές, στα ηλιοβασιλέματα, στις κηδείες... Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως είναι το αρχαιότερο όργανο του κόσμου.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Πάολο Κοέλο....



"Η πιο σκοτεινή ώρα είναι αυτή που έρχεται λίγο πριν το χάραμα."
"Θάρρος είναι ο φόβος που προσεύχεται."
"Όταν θέλουμε κάτι, ολόκληρο το Σύμπαν συνωμοτεί για να μας επιτρέψει να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα."
"Στη ζωή, τα πάντα είναι κάποιο σημάδι."
"Ο Θεός μπορεί τα πάντα. Αν περιοριζόταν στο να κάνει μόνο εκείνο που ονομάζουμε Καλό, δε θα μπορούσαμε να τον λέμε Παντοδύναμο."
"Δεν έχει σημασία το πόσα χρόνια κουβαλάμε πάνω μας. Όταν πέσει η νύχτα, φέρνει μαζί της φόβους που είναι κρυμμένοι στην ψυχή μας από τότε που ήμασταν παιδιά."
"Πέρα από κάποιες σοβαρές παθολογικές περιπτώσεις, οι άνθρωποι τρελαίνονται όταν προσπαθούν να ξεφύγουν από τη ρουτίνα."
"Εφόσον το έχουμε λύσει, ένα πρόβλημα μας φαίνεται πια τρομαχτικά απλό."
"Η ευτυχία είναι κάτι το οποίο όταν διαιρείται πολλαπλασιάζεται."
"Τρέλα είναι η αδυναμία μας να μεταδώσουμε στους άλλους τις ιδέες μας."
"Είμαστε η μεγαλύτερή μας έκπληξη."
"Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να προδώσει τη μοίρα του."
"Το μέλλον φτιάχτηκε για να αλλάξει."

Πώς πέθαναν.............


ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Ο θρύλος ισχυρίζεται ότι ένας αετός πέρασε τη φαλάκρα του ποιητή για βράχο, και άφησε να πέσει πάνω στη φαλάκρα του μια χελώνα (έτσι σκοτώνει τις χελώνες ο αετός και μετά τις τρώει). Ο θρύλος προσθέτει ότι κάποιος χρησμός του είχε προειπεί: "Ουράνιον σε βέλος κατακτενεί". Αυτήν την εκδοχή πολλοί δεν την παραδέχονται.

ΑΙΣΩΠΟΣ: Τον Αίσωπο τον έστειλε ο βασιλιάς Κροίσος για να πάρει κάποιον χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Συκοφαντήθηκε όμως από τους παρευρισκόμενους στο μαντείο, ότι έκλεψε την ασημένια φιάλη του Θεού Απόλλωνα. Έτσι καταδικάστηκε να γκρεμιστεί από τους κατοίκους από την κορυφή του Παρνασσού Υάμπεια, πράγμα που έγινε.

ΑΝΑΚΡΕΩΝ: Λέγεται, λοιπόν ότι ο Ανακρέων σκοτώθηκε από τον Ίππαρχο στην Αθήνα. Εμείς γνωρίζουμε ότι τον Ίππαρχο τον είχε σκοτώσει πριν από αυτή τη διάδοση ο Αρμόδιος. Άλλος θρύλος για το θάνατο του Ανακρέοντα λέει πως πνίγηκε από μια ρώγα σταφυλιού.

ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ: Φονεύθηκε κατά την άλωση των Συρακουσών από αγροίκο και βάρβαρο στρατιώτη, τον οποίο θέλησε να διώξει από το εργαστήριο του για να μην του διακόψει τις σκέψεις του, λέγοντας το γνωστότατο από τότε: "Μη μου τους κύκλους τάραττε".

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ: Καταδικάστηκε με απαίτηση με απαίτηση του Αντίπατρου σε θάνατο και κατάφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία, ήπιε δηλητήριο και πέθανε.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: Πέθανε ξαφνικά στην Αρεθούσα, πολύ κοντά στην Αμφίπολη, κατασπαραγμένος από άγριους σκύλους του βασιλιά Αρχέλαου του οποίου ήταν φιλοξενούμενος.

ΖΗΝΩΝ: Υποβλήθηκε σε μαρτυρικό θάνατο από άγριο κοπάνισμα μέσα σε μεγάλο γουδί, ύστερα από διαταγή του τυράννου Ελέας Νέαρχου!

ΗΣΙΟΔΟΣ: Πήγε στη Λοκρίδα και έμεινε στο σπίτι κάποιου Μιλήσιου. Εκεί φονεύθηκε από τους γιους του Μιλήσιου, οι οποίοι νόμιζαν ότι ατίμασε την αδερφή τους και το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ: Δολοφονήθηκε, διότι στρατηγεύοντας στην εκστρατεία της Αμφίπολης δεν μπόρεσε να σώσει την πόλη από τους Σπαρτιάτες και το στρατηγό τους Βρασίδα.

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ: Αυτοκτόνησε με θάνατο από ασιτία, μετά την ήττα των Αθηναίων στη Χαιρώνα.

ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ: (Κορίνθιος) Παρανοϊκή μορφή φιλοσόφου, θέλοντας να εξαφανίσει, σε μεγάλη ηλικία, κάθε ίχνος του, διέταξε δυο έμπιστους σωματοφύλακες να παραφυλάξουν τη νύχτα ένα ορισμένο σημείο και να σκοτώσουν τον πρώτο διαβάτη που θα περνούσε από εκεί και αμέσως να τον θάψουν. Την ίδια εντολή είχε δώσει σε άλλους τέσσερις, να σκοτώσουν σε μικρή απόσταση τους δύο πρώτους, και σε άλλους οκτώ να σκοτώσουν σε μεγαλύτερη απόσταση τους τέσσερις προηγούμενους! Η διαταγή εξετελέσθη και έτσι έμεινε άγνωστος ο τάφος του Περίανδρου, διότι ο διαβάτης που πέρασε από εκεί μεταμφιεσμένο σε χωρικό ήταν ο ίδιος ο Περίανδρος!

ΠΟΛΥΒΙΟΣ: Πέφτοντας από το άλογό του με πολλά τραύματα άφησε την τελευταία του πνοή.

ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ: Κάηκε μέσα στο σπίτι του από τη φωτιά που έβαλε ο Κύλων με μια ομάδα επαναστατών.

ΣΑΠΦΩ: Γκρεμίστηκε από ένα βράχο στο ακρωτήριο Λευκάτα (στη Λευκάδα), ύστερα από ερωτική απογοήτευση που δοκίμασε τον ωραίο αλλά ακατάδεχτο ναυτικό Φάωνα.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ: Πνίγηκε καταπίνοντας μια ρώγα σταφυλιού.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Καταδικάστηκε από το Αθηναϊκό δικαστήριο σε θάνατο με κώνειο.

Ηλίας Βενέζης, Αντιγόνη


Έβρεχε σιγανά. Οι δυο γυναίκες, η μητέρα της Καστοριάς και η αδερφή της Θήβας, κάθονταν εκεί κάτω από το δέντρο, λίγο πέρα απ’ τον κρεμασμένο. Άκουγαν τη βροχή στα φύλλα.

― Πόσες μέρες είπες είναι;

― Σήμερα είναι τέσσερες. Πόσο θα τον αφήσουν ακόμα;

Κάθε πρωί, λέει, έρχεται ένας Γερμανός στρατιώτης να βεβαιωθεί πως κανένας δεν άγγιξε τον κρεμασμένο, πως είναι εκεί. Και κάθε βράδυ. Στερεότυπα. Έρχεται, κοιτάζει, φεύγει. Χτες ήταν η πρώτη μέρα που τα κοράκια έκαμαν να κατεβούν στον κρεμασμένο. Γι’ αυτό η αδερφή τόλμησε να πλησιάσει το γερμανό το βράδυ, σαν ήρθε.

«Πότε;» του είπε κι έκλαιγε. «Πότε θα μας τον δώσετε να τον θάψουμε;»

Ο γερμανός δεν καταλάβαινε. Εκείνη του έκανε χειρονομίες, μια τα χέρια πήγαιναν στο κρεμασμένο σώμα, μια στο λάκκο του μικρού αδερφού.

Ο γερμανός σήκωσε τους ώμους «Δεν ξέρω!» είπε αδιάφορα κ’ έφυγε.

Βρέχει σιγανά. Ο λάκκος του μικρού αδερφού είναι μισόγεμος. Όταν το σώμα του εναποτέθηκε μέσα του, έπεσε πάνω του ένα ελαφρό στρώμα γη, πέντε-δέκα δάχτυλα. Δεν αφήσαν το μεγάλο αδερφό να ρίξει πιο πολύ. Ανυπομονούσαν. Έτσι ο λάκκος μένει, περιμένοντας το δεύτερο σώμα. Έπειτα πάλι γη. Έτσι: ένα σώμα, ένα γη· ένα σώμα, ένα γη.

Βρέχει. Η γη του λάκκου πήρε, πήρε νερό, πότισε το σώμα από κάτω, τώρα στέλνει πίσω το νερό. Το νερό κάνει μικρές-μικρές λακκούβες.

Πόση ώρα πέρασε; Σα να ’ναι αιώνας. Η γυναίκα της Καστοριάς αισθάνεται την κούραση να περνά στα μέλη της, στο αίμα, στα νεύρα. Σφάλιξε τα μάτια. Όλα σα να γίνονταν μακρινά, απίθανα.

«Πού είμαι;» μουρμουρίζει μέσα της. «Πώς βρίσκομαι εγώ πλάι σ’ ένα κρεμασμένο; Χτες ήταν ένας τρελός κι ένα λιοντάρι. Σήμερα είναι ένας κρεμασμένος. Τι γυρεύω εγώ;…».

Τίναξε απότομα το κεφάλι της, να διώξει την εγκατάλειψη.

― Τα παιδιά μου! είπε. Πρέπει να γυρίσω στα παιδιά μου.

― Ναι, πρέπει να γυρίσεις, το καταλαβαίνω. Τι ώρα να ’ναι;

― Μα το μεσημέρι θα πέρασε. Μπορεί να γύρισε ο οδηγός. Μπορεί να φύγουμε.

― Ναι, πρέπει να γυρίσεις. Εγώ θα μείνω ακόμα.

Θα μείνει ακόμα;

― Πού θα μείνεις; της λέει. Είναι έρημα. Είναι άγρια.

Την ίδια στιγμή ακούστηκαν τα φτερά. Έρχονταν.

― Κοίταξε! είπε η αδερφή της Θήβας ανατριχιάζοντας, κι έπιασε με δύναμη το μπράτσο της άλλης γυναίκας. Κοίταξε εκεί! Να τα πάλι! Ήρθαν!

Ήταν δυο κοράκια. Κάθισαν στο ψηλό κλαδί του πεύκου, σα να θέλαν να βιγλίσουν τι γίνεται, να μυριστούν. Ταπ τα φτερά, πήδησαν στο χαμηλότερο κλαδί. Δειλά. Δισταχτικά. Ταπ. Το κρεμασμένο σώμα τα έσερνε, τα καλούσε.

Η αδελφή της Θήβας σκύβει, παίρνει πέτρα, τη ρίχνει στο πεύκο.

«Ξ-ξ-ξ-ξ!» φώναζε κι έκλαιγε. «Είδες; Είδες γυναίκα; Ξ-ξ-ξ-ξ!» ― και κουνούσε τα χέρια της να διώξει τα κοράκια να φύγουν.

Φύγαν. Πάλι η σιγανή βροχή.

― Εγώ θα πηγαίνω, λέει πάλι η γυναίκα της Καστοριάς. Σ’ αφήνω.

― Στο καλό. Εγώ θα μείνω. Ίσαμε που να ’ρθει η νύχτα.

Η Καστοριανή τώρα έτρεχε να φτάσει στο φορτηγό. Ξαφνικά της πέρασε η ιδέα πως το φορτηγό μπορούσε να είχε φύγει. Να την γυρέψαν μάταια, να μην τη βρίσκαν, και να φύγαν.

― Παναγία μου! Τι έκαμα κι απολησμονήθηκα; έλεγε κ’ έτρεχε.

Το φορτηγό ήταν πάντα εκεί, στη θέση του. Ο οδηγός ακόμα δεν είχε γυρίσει. Όλοι ήταν ζαρωμένοι μες στο φορτηγό, γιατί όξω έβρεχε. Τα παιδιά της χύμηξαν απάνω της.

― Τι έγινες και μας άφησες; Τι έγινες και μας άφησες; κλαίγαν και τη φιλούσαν.

― Μωρά μου, τι έγινα!... Σωπάστε. Είχα αποξεχαστεί. Σωπάστε.

― Μπας κι έφερες τίποτα; Δε βαστώ πια, είπε το μεγάλο και κοίταζε τα χέρια της.

― Μωρό μου, κάμε κουράγιο να ’ρθει η νύχτα. Τότες θα ’χουμε φτάσει σε πολιτεία. Θα μας δώσουν να φάμε.

Κανείς άλλος δε μιλούσε στο φορτηγό. Η γυναίκα της Θράκης είχε κουκουλώσει τα δυο παιδιά της, που ακουμπούσαν το κεφάλι στα γόνατά της. Αυτά είχαν ησυχάσει, τα είχε πάρει ο ύπνος. Απάνω τους αγρυπνούσαν τα μάτια της μάνας τους. Θολά, μεγάλα. Και η γριά της Θράκης σώπαινε. Κι αυτή με κλειστά μάτια. Δεν ήξερες αν κοιμόταν.

― Ο έμπορος;… Τι έγινε ο έμπορος; ρώτησε η Καστοριανή.

― Είπε πως μούδιασε. Είπε πως θα πάρει το δρόμο της Θήβας με τα ποδάρια. Θα μας περιμένει εκεί.

― Κι αν μας τύχει τώρα τίποτα; σκέφτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Γυναίκες καταμόναχες καθώς είμαστε…

― Τι να μας τύχει; γρύλισε βραχνά η γριά ανοίγοντας τα μάτια. Τι άλλο φοβάσαι εσύ να σου τύχει;

― Όχι για μένα. Λέω για τούτα, κι έδειξε τα παιδιά.

― Κι αυτά τι; Τι άλλο από πείνα έχουνε να φοβηθούνε; Την έχουν.

― Έτσι το ’πα.

Η ώρα περνά. Όξω η βροχή. Σιγά. Σιγά. Η νάρκη.

― Είναι ένας κρεμασμένος όξω, λέει η Καστοριανή, σα να πρέπει να ξομολογηθεί.

― Τι είναι είπες; τα παιδιά της τινάχτηκαν απ’ την ακαταμάχητη λέξη. Είπες είναι ένας κρεμασμένος; Είναι, αλήθεια, ένας κρεμασμένος;

― Πού είναι ο κρεμασμένος; ρώτησε ξαφνιασμένη κι η γυναίκα της Θράκης. Αλήθεια είναι κρεμασμένος;

― Πού είναι; Πού είναι; φώναζαν τώρα τα παιδιά και ξεσηκώθηκαν, ανυπόμονα να παν.

― Έτσι το ’πα, είπε μετανιωμένη η Καστοριανή. Έτσι το ’πα. Δεν είναι τίποτα.

― Ά!

Λίγη αναταραχή είχε γίνει. Πάλι έπεσε.

― Πότε θα γυρίσει ο οδηγός; Πότε θα γυρίσει να φύγουμε;

― Κι αν δε γυρίσει; Κι αν έρθει η νύχτα και δεν τα καταφέρει να σιάξει τη μηχανή και να γυρίσει;

― Όπως και να ’ναι θα γυρίσει.

Η σιγανή βροχή, το κρύο, η νάρκη. Ο ήλιος ολοένα θα χαμηλώνει πίσω από τα σύννεφα. Φαίνεται απ’ το φως της μέρας που σκουραίνει. Η ησυχία, η νάρκη. Τα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν, που κατεβαίνουν το δρόμο, βρεμένα, κατάκλειστα, δε δίνουν καμιά αίσθηση ζωής· φεύγουν σαν φαντάσματα να χωθούν στο πούσι. Η νάρκη. Η γυναίκα της Καστοριάς θα ήθελε να κλείσει τα μάτια της, όλα να σβήσουν, όλα να είναι όνειρο. Ένα κατακόρυφο σχήμα κάτω από κλαδί πεύκου πίνει νερό απ’ τα φύλλα του πεύκου. Κι αυτό θα ’ναι όνειρο.

Ξαφνικά, ενώ τα χέρια της βάραιναν, το είδε. Πέρασε απ’ την πίσω μεριά του αυτοκινήτου, απ’ την ανοιχτή του μπούκα. Γράφτηκε μια στιγμή στον θολό αγέρα: ένα μαύρο πουλί. Πέρασε.

― Θε μου! είπε και τινάχτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Θα τραβά για κει.

― Τι είπες; λέει η γριά.

Η άλλη την κοίταξε επίμονα, ανάλγητα.

― Θα παραλογάς εσύ λέω! Δεν κατακάθεσαι πια; Δεν κατακάθεσαι;

Το κατακόρυφο σχήμα· το μαύρο πουλί· η μικρή αδερφή της Θήβας.

Η γυναίκα της Καστοριάς σηκώνεται.

― Θέλω να ξεμουδιάσω λίγο. Πάλι θα βγω λίγο.

― Πού θα πας; Πού θα πας; λένε τα παιδιά της. Να ’ρθουμε κι εμείς;

― Δεν βλέπετε; Βρέχει. Καθίστε εδώ. Μπορεί να σας φέρω τίποτα.

Κατεβαίνει. Στην αρχή περπατά με προφύλαξη, να μην τσαλαβουτά στους λάκκους με το νερό. Ύστερα τα βήματά της ανοίγουν ολοένα. Σε λίγο τρέχει σα να την κυνηγούν. Τρέχει. Στρίβει το δρόμο. Το πεύκο είναι εκεί, λίγο θολό μες στη βροχή. Τρέχει.

― Αχ!

Έπεσε πάνω στην αδερφή της Θήβας στενάζοντας με ανακούφιση. Έκλαιγε.

― Τι είναι; Λέει η κόρη.

― Τίποτα. Έλεγα πως δε θα ’σουν, πως κάτι θα σού ‘τυχε.

Τι να της τύχει; Έμενε πάντα εκεί. Κοντά στο μισόγεμο λάκκο του μικρού αδερφού, κοντά στο πεύκο του μεγάλου.

― Μπας κι ήρθε; Το είδα που πέρασε. Το κοράκι.

― Ήρθαν πάλι. Δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά. Πάλι τα ’διωξα.

Τώρα πια η μικρή αδερφή δεν κλαίει. Φαίνεται κουράστηκε. Τα μάτια της είναι κόκκινα· μόνο που κάθε τόσο σκοτεινιάζουν, σα να δουλεύει πίσω τους η απόφαση. Σιγά. Σιγά.

Μουρμουρίζει. Μόλις ακούγεται.

― Λέω τη νύχτα… Τώρα που μάθανε… Τώρα αρχίζω να φοβάμαι τη νύχτα.

― Τι είναι τη νύχτα;

― Λέω μπας κι έρθουν τη νύχτα. Πετούν τα κοράκια τη νύχτα; Δεν ξέρω. Πάλι.

― Λες να πετούν τη νύχτα;

― Μπορεί.

Πάλι το σκοτεινό φως περνά απ’ τα μάτια σαν αστραπή. Η αδερφή της Θήβας δεν είναι πια η ίδια γυναίκα, αυτή που έκλαιγε, που μοιρολογούσε. Το πρόσωπό της έχει γίνει τραχύ, όσο πάει γίνεται πιο πολύ. Γυρίζει αργά τα μάτια δεξιά, ζερβά, σα να θέλει να μυρίσει τον αγέρα, ν’ ανιχνέψει τον κίνδυνο. Ησυχία. Ακόμα και τ’ αυτοκίνητα που περνάνε λίγο πέρα από κει, στο δρόμο, σα να ‘ναι φαντάσματα θολά. Διαβαίνουν, φεύγουν.

― Θ’ ανεβώ στο πεύκο, λέει σιγά.

Βγάζει το μαχαίρι απ’ τον κόρφο της. Αργά. Τα μάτια της δεν ξεκολνούν τώρα απ’ το σκοινί, απ’ το κεφάλι του κρεμασμένου.

― Τι είναι να κάμεις; Ρωτά η Καστοριανή.

Λέει ήσυχα:

― Θα τον θάψω.

― Κακόμοιρη! Τί μελετάς; λέει τρομαγμένη η άλλη, απροετοίμαστη ακόμα να το δεχτεί. Κι αν σε πιάσουν; Θα σβήσει πια μ’ εσένα ολάκερο το σπιτικό σας! Κακόμοιρη, τί μελετάς;

Η άλλη κάνει μια κίνηση με το χέρι:

― Μη με βαστάς. Το πήρα απόφαση.

Προχωρεί σιγά, χωρίς προφύλαξη, χωρίς ταραχή πια στο πρόσωπο, στα βήματα. Γαλήνη που είναι τώρα σ’ αυτό το πρόσωπο το στεφανωμένο με καστανά μαλλιά.

― Τί πας να κάμεις; Τί πας να κάμεις;!

Η κόρη προχωρεί πάντα στο κορμό του πεύκου. Η άλλη, σα μαγνητισμένη, βλέπει τα βήματα που πορεύονται. Τα βήματα φωνάζουν. Διστάζει. Τα βήματα φωνάζουν. Αρχίζει να τ’ ακολουθά. Όμως αυτή, η Καστοριανή, τρέμει. Το νιώθει στα γόνατά της, στα χέρια, στην καρδιά. Κοιτά καταφοβισμένη γύρω της. Ωστόσο ακολουθά σαν υπνωτισμένη.

― Τί πας να κάμεις; Τί πας;…

Η αδερφή της Θήβας έφτασε στο πεύκο. Τα χέρια της δεν είναι λεύτερα, κρατούν το μαχαίρι. Βάζει το μαχαίρι στα δόντια της, το δαγκάνει. Τώρα τα χέρια της είναι λεύτερα. Αγκαλιάζουν το δέντρο. Αρχίζει να σκαρφαλώνει. Το δέντρο είναι υγρό, τα χέρια γλιστρούν. Ξαναρχίζει. Τώρα δεν υπάρχει ο κρεμασμένος, δεν είναι εκεί πλάι. Τώρα όλα είναι πυκνωμένα στον κορμό, δεν υπάρχει παρά ένας κορμός κ’ ένα κλαδί ψηλά. Ίσα! Ίσα! Τα χέρια, τέλος, φτάνουν στο σταυρό του δέντρου, εκεί που αρχίζουν τα κλαδιά. Τον κρατούν γερά το σώμα ανεβαίνει. Τώρα βιάζεται. Ακουμπώντας τα χέρια στα κλαδιά σκύβει, σέρνεται, γλιστρά. Λίγο ακόμα! Λίγο!

― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει σιγανά η Καστοριανή από κάτω, ολοένα κοιτάζοντας δεξιά-ζερβά.

Τα χέρια, ψηλά, πιάνουν το σκοινί. Τα χέρια παίρνουν το μαχαίρι από τα δόντια. Η γυναίκα από κάτω βλέπει το μαχαίρι ν’ αρχίζει το έργο του στο σκοινί, ακούει τον ήχο του. Σε λίγο το κρεμασμένο σώμα, ελεύθερο, θα πέσει. Θα πέσει. Ασυναίσθητα η Καστοριανή ανοίγει τα χέρια της, αγκαλιάζει τα πόδια του κρεμασμένου να τον στηρίξει. Ρίγος την περνά βίαια καθώς αγκαλιάζει αυτό το γλιστερό, υγρό πράμα. Όπου, χραπ, , αυτό γλιστρά μες τα χέρια της, λευτερωμένο από το δέντρο, χαμηλώνει, αγγίζει με τα πόδια τη γη. Τα στήθια της τώρα ακουμπούν στα στήθια του. Είναι άγριο. Δεν τολμά να το κοιτάξει στο πρόσωπο. Τα μάτια της είναι στη γη.

― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει, ενώ ολοένα σφίγγει απάνω της να το στηρίξει, να μην της φύγει το κατακόρυφο νεκρό σώμα. Γλήγορα!

Η άλλη σέρνεται νευρικά στο δέντρο για να κατέβει. Βιαστικά αγκαλιάζει τον κορμό.

― Γλήγορα! Γλήγορα!

Τέλος η αδελφή της Θήβας πατά πάλι τη γη! Πιάνει το σώμα του νεκρού απ’ το κεφάλι. Η άλλη απ’ τα πόδια.

― Στο λάκκο! Γλήγορα!

Προχωρούν. Το σκοινί, ξεκινώντας απ’ τη θελιά του λαιμού, σέρνεται στη γη, σα να συνοδεύει το σώμα. Η βροχή έχει σταματήσει. Ο μισόγεμος λάκκος έχει λίγο θολό νερό. Κάτω απ’ το θολό νερό είναι θαμμένος ο μικρός αδερφός. Οι γυναίκες αποθέτουν τώρα στο λάκκο, πάνω απ’ τον μικρό αδερφό, τον άλλο, τον κρεμασμένο. Έκαμε πλαφ. Τα μάτια των γυναικών τεζαρισμένα άγρια. Η γυναίκα της Καστοριάς τότε μόνο βλέπει το πρόσωπο του νεκρού, που κοιτάζει τον ουρανό. Είναι μελαψό, απαίσιο.

― Γιε μου…, ψιθυρίζει

― Ρίχνε! Ρίχνε! φωνάζει η αδερφή σπρώχνοντας με τις χούφτες της το χώμα το στοιβαγμένο πλάι στο λάκκο.

Αρχίζει κι η άλλη να ρίχνει χώμα. Ήταν μαλακό, δεν αντιστεκόταν. Ρίχνουν πρώτα στα πόδια, στον κορμό. Το πρόσωπο μένει ακόμα άγγιχτο.

― Να βγάλω αυτό…, λέει η γυναίκα της Καστοριάς.

Το είχαν ξεχάσει. Ανασηκώνει το κεφάλι, βγάζει τη θελιά απ’ το λαιμό. Το σκοινί είναι σαν ζωντανό βρεμένο πράμα, σιχαμερό. Το πετά πλάι. Βγάζει και την ταμπέλα με τα γράμματα απ’ το στήθος του. Η αδερφή της Θήβας βλέπει για τελευταία φορά το πρόσωπο. Τα μουσκεμένα μαλλιά πέφτουν στο μέτωπο, σκεπάζουν τα μάτια. Με τα λασπωμένα της δάχτυλα στρώνει τα μαλλιά, λευτερώνει τα μάτια. Τα δάχτυλα μένουν. Λίγο λάσπωσε το μέτωπο. Τα δάχτυλα το καθαρίζουν το χαϊδεύουν, μια. Ακόμα μια. Ύστερα αργά το σκεπάζουν με το χώμα.

Σηκώθηκαν όρθιες. Ο ιδρώτας έτρεχε απ’ τα αγριεμένα πρόσωπά τους. Ανάσαιναν βαθιά. Άξαφνα ακούστηκε, μες στη θολούρα, σκληρός, επίμονος κρότος. Ολοένα πλησίαζε.

― Αυτό είναι, λέει η κόρη της Θήβας. Έλα! Έρχεται ο γερμανός.

Η μοτοσυκλέτα ακουγόταν καθαρά, πλησίαζε. Άρπαξαν η μια την άλλη απ’ το χέρι, χύμηξαν απ’ την αντίθετη διεύθυνση προς το μέρος του φορτηγού. Έμεινε στο χώρο του πεύκου, έρημο, πάνω στον τάφο, το μαχαίρι που έκοψε το σκοινί. Γυάλιζε. Και το πεύκο κουνούσε τα φύλλα.

Πρόφτασαν να κρυφτούνε πίσω από ένα βράχο. Είδαν το γερμανό να κατεβαίνει απ’ τη μοτοσικλέτα, να προχωρεί στο πεύκο, ξαφνιασμένος να κοιτάζει: το πεύκο, τον τόπο γύρω. Είδε το κομμάτι του σκοινιού που είχε μείνει στο πεύκο να κρέμεται, Ύστερα είδε το λάκκο. Πλησίασε. Είδε το μαχαίρι, τη θελιά του σκοινιού, την ταμπέλα, αφημένα εκεί, όξω απ’ το λάκκο. Πήρε το μαχαίρι, ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα, έφυγε βιαστικά να πάει να δώσει το μαντάτο.

― Πάει να το πει! Ας φύγουμε! Ας φύγουμε γλήγορα από δω!

― Πού να πάμε; Πού λες να πάμε;

― Έλα στο φορτηγό μας! Έλα κι εσύ!

Φτάσαν λαχανιασμένες, αλλοσούσουμες στο φορτηγό. Τα παιδιά φώναζαν.

― Τι είναι; Γιατί είσαι έτσι; ρωτούσε η γυναίκα της Θράκης την Καστοριανή. Τι έπαθες;

― Τίποτα! Τίποτα!

― Ποια είν’ αυτή;

― Τίποτα. Είναι μια κοπέλα απ’ τα μέρη εδώ, απ’ τα μέρη της Θήβας.

Και στρέφοντας σ’ αυτήν:

― Έλα πάνω, της λέει, και τη βοηθά ν’ ανέβει στο αυτοκίνητο.

― Χριστέ και Παναγία! Δε φαινόσαστε καλά! λέει η γυναίκα της Θράκης. Είσαστε καταλασπωμένες. Τι έγινε;

― Τίποτα. Τίποτα.

Τα παιδιά της Καστοριανής ρωτούσαν αν τους έφερε τίποτα να φάνε. Ήταν σα χαμένη, ο νους της γύριζε αλλού, έτρεμε. Η πράξη άρχιζε, τώρα μόλις, να κάνει το έργο της μέσα της, έχυνε το δέος κύματα-κύματα.

― Ναι…, ναι…, έλεγε στα παιδιά της να τα ησυχάσει. Σωπάστε τώρα. Το βράδυ θα φάτε. Το βράδυ.

― Εγώ λέω, εσύ κόρη μου είσαι για τα σίδερα, κάνει η γρια της Θράκης. Δεν κάθεσαι, λέω, να δεις τα μωρά σου; Τι κάνεις μ’ αυτά τα πάνε κι έλα; Και τούτη εδώ τι θέλει;

― Είναι από τη Θήβα. Θα την πάρουμε ίσαμε τη Θήβα

― Να δούμε τι λέει κι ο άνθρωπος που ορίζει το αυτοκίνητο! Τώρα κάνεις κουμάντο και στο ξένο πράμα;

― Όχι δεν κάνω κουμάντο. Όμως, πού είναι αυτός; Ακόμα δε φάνηκε;

― Ακόμα. Μου φαίνεται πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά.

Η ώρα περνά. Πάλι είναι ησυχία μες στο φορτηγό. Στο δρόμο έξω περνούν τ’ αυτοκίνητα, γλιστρούν, φεύγουν. Πάλι βρέχει λίγο.

― Θαρρώ πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά…

Σιγά-σιγά η λέξη σχηματίζει κύκλους, τους μεγαλώνει, ολοένα. Να ξενυχτήσουν εκεί; Η αδερφή της Θήβας σα να συνεφέρνει, μόλις. Σα να είχε γίνει ένα κενό ανάμεσα σ’ αυτή και στο έργο της. Και τώρα, πάλι γυρίζει η μνήμη της να δεθεί με την πράξη.

«Να ξενυχτήσουν εκεί; Είπε να ξενυχτήσουν;»

― Τί είπε; Τί είπε; Λέει η γυναίκα της Καστοριάς.

― Είπε, μπας και δεν προφτάσει ο οδηγός να σιάξει την μηχανή πριν νυχτώσει. Μπας και μείνουμε τη νύχτα εδώ.

― Εδώ; Να μείνουμε εδώ; Πλάι σ’ αυτό;

Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τη σκέψη της. Ένα κρότος επίμονος, βαρύς, ολοένα πιο ευδιάκριτος άρχισε να φτάνει απ’ το μέρος του δρόμου της Θήβας. Δεν ήταν αυτοκίνητο. Ήταν σαν εκείνον τον άλλο, τον γνώριμο, τον δεμένο με την άγρια πράξη τους. Μόνο που τούτος ήταν πιο δυνατός, πιο πυκνός.

― Ακούς;

― Ναι, λέει η Καστοριανή. Τί είναι;

― Άκουσε καλά!

― Ακούω! Ακούω! Λες να είναι…;

Λίγο στάθηκε:

― Λες να είναι αυτός, ο πριν;

Έξαλλη πετάχτηκε η κόρη:

― Είναι αυτός σου λέω! Δεν είναι αυτός μονάχα! Είναι πολλοί! Έρχουνται! Είναι πολλοί, κι έρχουνται!

Οι κρότοι από πολλές μοτοσυκλέτες που πλησίαζαν δεν άφηναν τώρα καμιά αμφιβολία.

― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! Θα με πιάσουν!

Τα μωρά ξεσηκώθηκαν, οι Θρακιώτισσες, ρωτούσαν με αγωνία:

― Τί είναι αυτά που λες; Τί είναι αυτά; Τί γερμανοί λέει, και τί φοβάται;

― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! φώναζε η Θηβαία. Φύγε κι εσύ! φώναζε στην Καστοριανή. Φύγε!

Χύμηξε προς τη μπούκα του αυτοκινήτου.

Την ίδια στιγμή ένα άλλο φορτηγό φάνηκε να έρχεται απ’ τη Θήβα τραβώντας για τη Λιβαδειά. Ήταν σαράβαλο, αγκομαχούσε ν’ ανοίξει όσο γίνεται ταχύτητα.

― Τι καθόσαστε εδώ! φώναξε ο οδηγός στο σταματημένο φορτηγό. Έρχουνται οι γερμανοί! Θάψαν τον κρεμασμένο, κι έρχονται! Θα σας σκοτώσουν αν σας βρουν!

Είπε, χάθηκε.

Η αναστάτωση πια μες στο φορτηγό ήταν μεγάλη.

― Παναγία μου! Τί είν’ αυτά για κρεμασμένους και για γερμανούς; έλεγε η γυναίκα της Θράκης.

― Βιαστείτε! Βιαστείτε! φώναξε η αδερφή της Θήβας, κατεβασμένη κάτω. Κάντε γλήγορα!

― Έρχουμαι! Έρχουμαι! μάζευε τα παιδιά της η Καστοριανή.

Τους έβαζε από ένα μπόγο στο χέρι, αυτή πήρε δυο χράμια τους και το ταγάρι. Ασυναίσθητα, μηχανικά.

― Άιντε κ’ εσείς! φώναζε στις Θρακιώτισσες. Κάντε γλήγορα! Έρχουνται, κι είναι φόβος! Γλήγορα!

― Αχ, Παναγία μου, τί είναι πάλι τούτο; Τί είναι πάλι τούτο; έλεγε η γυναίκα της Θράκης κατεβάζοντας τα δυο παιδιά της.

Πήραν όλοι στα χέρια τους ό,τι ήταν πιο πρόχειρο, κατεβήκαν. Οι κρότοι απ’ τις μοτοσυκλέτες ήταν πια κοντά. Όπου να ’ναι θα φτάναν στη στροφή του δρόμου.

― Από δω! Από δω!

Η Θηβαία, ξέροντας τα κατατόπια, έπεσε πρώτη μες στο χωράφι απ’ τα ζερβά του δρόμου. Το βρεμένο χώμα ήταν δύσκολο, κολνούσε στα πόδια τους.

― Ελάτε! Ελάτε!

Τρέχαν. Τρέχαν.

― Να προφτάσουμε να πάμε κει! Εκεί θα μας κρύψει ο βράχος. Να προφτάσουμε το βράχο!

Στο μικρό λόφο που υψωνόταν εκεί, ο μαύρος βράχος σφάνταζε. Η βροχή είχε σταματήσει, το πούσι αραίωνε. Και οι κρότοι απ’ τις μοτοσυκλέτες σώπασαν. Σίγουρα οι γερμανοί θα είχαν φτάσει στο τόπο του πεύκου. Τώρα θα εξέταζαν. Όπου να ’ναι θ’ άρχιζαν να κάνουν έρευνες γύρω.

Το μικρό κοπάδι των κυνηγημένων λαχανιασμένο έφτασε στο βράχο. Η γριά βλαστημούσε και καταριόταν.

― Α, που να σας πάρει ο τρισκατάρατος! Α, που να σας πάρει η κατάρα! έλεγε στις δυο γυναίκες. Σε τι μπελάδες μας βάλατε! Ξεβουλώστε το και πέστε μας: Τί έγινε; Γιατί φύγαμε;

― Μίλησε λοιπόν! Τί είναι; έλεγε και η άλλη, η γυναίκα της Θράκης. Πες μας τί είναι; Για τί κρεμασμένο έλεγε αυτός; Τί έλεγε;

― Κοιτάξτε κει! Κοιτάξτε! είπε η αδερφή της Θήβας.

Προστατεμένες πίσω απ’ το μεγάλο βράχο κοίταζαν. Ο δρόμος από κει θα ’ταν ίσαμε οχτακόσια-χίλια μέτρα μακριά. Οι γερμανοί, με τα όπλα στο χέρι, προχωρούσαν στο δρόμο, ψάχναν. Ένας- δυο άφησαν το δρόμο, μπήκαν λίγο μες στα πλαϊνά χωράφια, κοίταζαν τα χαντάκια, γύριζαν. Φτάσαν στο έρημο φορτηγό. Το τριγύρισαν. Ένας ανέβηκε μέσα. Κάποιος άλλος τράβηξε πηγαίνοντας πίσω, να ειδοποιήσει τον αξιωματικό τους. Γύρισαν με τον αξιωματικό. Κουβέντιαζαν. Φαίνεται πως παίρναν απόφαση. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο φορτηγό, κάτι κατέβασε, από κει. Ύστερα άρχισε να φέρνει βόλτα γύρω, κουνούσε τα χέρια του, κάτι έκανε. Σα να έριχνε κάτι στο φορτηγό.

― Τι κάνουν; Αναρωτιόταν στο βράχο, μη μπορώντας να ξεχωρίσουν καθαρά το τι γινόταν.

Σε λίγο οι φλόγες τινάχτηκαν, τύλιξαν το φορτηγό.

― Θε μου!

― Βάλαν φωτιά! Βάλαν φωτιά!

― Το καίνε!

― Το καίνε! Χαθήκαμε!

Τα τελευταία υπάρχοντά τους καίγονταν μες στο φορτηγό. Ό,τι είχαν πάρει πριν από λίγο στη βιασύνη τους, το βλέπαν τώρα πως ήταν ασήμαντο.

― Είμαστε γυμνοί πια! Πάμε σε ξένο τόπο ολόγυμνοι!

― Θε μου, γιατί μας τυραννάς τόσο; Τι κάναμε, Θε μου;…

Ολοφύρονταν οι Θρακιώτισσες. Κλαίγαν τα παιδιά. Κοίταζαν τη φωτιά και κλαίγαν.

― Ά, εσύ διαολόπραμα! μούγκριζε η γρια στρέφοντας στην κόρη της Θήβας. Εσύ ’σαι ο αίτιος! Κανείς δε μου το βγάζει απ’ το μυαλό μου πως εσύ είσαι! Τί ήθελες, φίδι, και βρέθηκες στο δρόμο μας;

Χύμηξε απάνω της, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, έσερνε τα νύχια της στα μάγουλά της.

―Διαολόπραμα! Κουτάβι! Ποια οργή σ’ έστειλε μπροστά μας;! Ποια κατάρα;

― Μη! Μη! χύθηκε να τη γλιτώσει η Καστοριανή. Μη, κι είναι κρίμα πια, έλεγε. Φτάνει η πίκρα της πια. Φτάνει, και ξεχείλισε! Εγώ το ’καμα. Εγώ.

Η κόρη της Θήβας κάθεται εκεί, με τα μαύρα της μαλλιά, με το χλωμό της πρόσωπο, ασάλευτη, να τη δέρνουν, να τη σκίζουν. Δεν έκανε καμία κίνηση να προφυλαχτεί. Τίποτα. Μόνο έκλαιγε σιγανά, τα δάκρυα τρέχαν στο ατάραχο πρόσωπο.

― Μη σου λέω! Μη! φώναζε έξαλλη η γυναίκα της Καστοριάς. Εγώ το ’καμα σου λέω! Εγώ φταίω! Εγώ τον ξεκρέμασα!

Ήταν απίθανο, αυτή η σιγανή, η ήμερη ύπαρξη, έτσι που ξαφνικά είχε στυλωθεί και πάλευε και φώναζε:

― Εγώ φταίω σας λέω! Εγώ τον ξεκρέμασα! Εγώ!

Τί είπε; Τον ξεκρέμασε είπε;

Τα χέρια της γριάς που χτυπούσαν την κόρη της Θήβας λύθηκαν, την άφησαν.

― Τον ξεκρέμασες είπες; Ποιον ξεκρέμασες;

Έβλεπε την Καστοριανή κατάματα.

― Τον ξεκρέμασα είπα! Αυτόν που κρέμασαν οι γερμανοί! Τον ξεκρέμασα και τον έθαψα. Κι οι γερμανοί θα σκοτώσουν αυτόν που τον έθαψε. Θα σκοτώσουν όποιον βρουν!

Χύθηκαν τα παιδιά της απάνω της.

― Μάνα μου! Μάνα μου!

― Το έκαμες αυτό; Το έκαμες αυτό; στεκόταν σα χαζή και την κοίταζε η γριά.

― Το έκαμα! Το έκαμα!

― Άχου τρισκατάρατη! Άχου δαιμονισμένη! Άχου, που να σε πάρει η κόλαση! Και τι σ’ ένοιαζε εσένα για κρεμασμένους;

― Τι καθόμαστε, λοιπόν; Τι καθόμαστε; φώναξε η γυναίκα της Θράκης. Πάμε να φύγουμε και θα μας φτάσουν! Πάμε να φύγουμε!

Με τον τρόμο στα μάτια, με χέρια που τρέμαν σήκωσαν τα λίγα πράματα που είχαν πάρει μαζί τους.

― Που να πάμε; Προς τα πού να πάμε;

Όλα τα μάτια ήταν γυρισμένα στην αδερφή της Θήβας. Ατάραχη πάντα, κοίταζε χαμηλά τον καπνό. Λίγο πέρα απ’ τον καπνό, τον τόπο του πεύκου. Σα να ήταν ξένη εκεί.

― Εσένα λέω! Πού να πάμε! Προς τα πού να πάμε;

― Από δω, είπε σιγανά.

Πάλι:

― Από δω είναι το βουνό.

Πάλι:

― Από δω είναι το βουνό μας.

Τότε όλοι σήκωσαν τα μάτια, το κοίταξαν. Στέρεη γραμμή, γυμνή, ατάραχη.

Ολοένα το βράδυ ερχόταν. Βάδιζαν σιωπηλοί. Μπροστά η αδερφή της Θήβας, πίσω τα πρόσωπα της Θράκης, τα πρόσωπα της Καστοριάς. Πλησίαζαν το βουνό. Στους βράχους του, στα φαράγγια του κάποτε είχε ακουστεί η σπαραχτική κραυγή. Ο τυφλωμένος Οιδίποδας πορευόταν για τον Κολωνό. Ο Οιδίποδας χάθηκε. Όμως ο θρήνος μένει στο βουνό δεμένος με τους βράχους. Περιμένει.