
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μιά σαιζ-λογκ πεσμένη, κάτωχρη
απ' τη γνωστή και θλιβερώτατην αιτία.
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ' ότι σούλεγαν πικρογέλαγες, γιατί ένοιωθες
πως γιά τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.
Κάποια βαρδυά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου :
"Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"
Υστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κ' εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω : πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω.
***************
Hunted by fate, you travelled towards
Switzerland, the pure-white but grieving;
always oon deck, in a chaise-longue, skin yellow
foor that dreadful but all too well-known reason.
Your people uneasily fussed around you;
indifferent, you gazed out to sea. All they said
raised only a bitter laugh, for you knew
your journey would lead to the land of the dead.
One evening, as we were passing Stromboli,
you turned to someone, laughing, to speak:
"How my sick body, here, as it burns,
is like that volcano's flaming peak!"
Later I saw you in Marseilles,
lost, without looking back, as you left.
And I, who loved only the watery waste -
you were someone I could have loved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου